μελλέφηβος
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
English (LSJ)
ον, near puberty, Censorin.Nat.14.8, Hsch. s.v. μελλίρην, Eust.763.21.
German (Pape)
[Seite 125] ὁ, der im Begriff ist, ein ἔφηβος zu werden, nach Eust. 1768, 56 von einem fünfzehnjährigen Knaben.
Greek (Liddell-Scott)
μελλέφηβος: -ον, ὁ μέλλων εἰσελθεῖν εἰς τοὺς ἐφήβους, Censorin. de Die Natali 5, Εὐστ. 1768. 56.
Greek Monolingual
μελλέφηβος, -ον (Α)
αυτός που πρόκειται να εισέλθει στους εφήβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + ἔφηβος.