Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
Full diacritics: τῑμοκράτης | Medium diacritics: τιμοκράτης | Low diacritics: τιμοκράτης | Capitals: ΤΙΜΟΚΡΑΤΗΣ |
Transliteration A: timokrátēs | Transliteration B: timokratēs | Transliteration C: timokratis | Beta Code: timokra/ths |
[ᾰ], ου, ὁ, A a 'timocrat' (cf. sq.), Asp.in EN 182.8.
ὁ, Α
άρχων κατά τη διάρκεια ισχύος τιμοκρατικού πολιτεύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -κράτης (< κράτος), πρβλ. δημο-κράτης].