ἄποτμος

From LSJ
Revision as of 08:05, 27 February 2021 by Spiros (talk | contribs)

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄποτμος Medium diacritics: ἄποτμος Low diacritics: άποτμος Capitals: ΑΠΟΤΜΟΣ
Transliteration A: ápotmos Transliteration B: apotmos Transliteration C: apotmos Beta Code: a)/potmos

English (LSJ)

ον, A unhappy, ill-starred, Il.24.388, Od.20.140; βοά A. Pers.280 (lyr.); πότμος ἄποτμος E.Hipp.1144 (lyr.): Comp. ἀποτμότερος Mosch. 4.11: Sup. ἀποτμότατος Od.1.219.

German (Pape)

[Seite 331] unglücklich, elend, Hom. von Personen, Il. 24, 388 Od. 20, 140; Tragg. von Zuständen, z. B. Aesch. Pers. 272; superl. ἀποτμότατος Od. 1, 219.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
infortuné;
Cp. ἀποτμότερος, Sp. ἀποτμότατος.
Étymologie: ἀ, πότμος.

English (Autenrieth)

(πότμος): luckless, illstarred, Il. 24.388; sup. ἀποτμότατος, Od. 1.219.

Spanish (DGE)

-ον
infortunado de pers. οἶτον ἀπότμου παιδός Il.24.388, ἀποτμότατος ... θνητῶν ἀνθρώπων Od.1.219, ὀϊζυρὸς καὶ ἄ. Od.20.140, ἀποτμότατος ... ξείνων Alex.Aet.3.32, ἀποτμότερος ζωώντων Mosch.4.11
infortunado, de infortunio de abstr. βοά A.Pers.280, διοίσω πότμον ἄποτμον E.Hipp.1144, ἄ. φόνος ἕνεκ' Ἐρινύων E.Ph.1306.

Greek Monolingual

ἄποτμος, -ον (Α) πότμος
άτυχος, κοκότυχος.

Greek Monotonic

ἄποτμος: -ον, ατυχής, δυστυχής, κακόμοιρος, δύσμοιρος, σε Όμηρ., Αισχύλ., Ευρ.· συγκρ. -ότερος· υπερθ. -ότατος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄποτμος: несчастный, злополучный Hom., Aesch., Eur.

Middle Liddell


unhappy, ill-starred, Hom., Aesch., Eur.: —comp. -ότερος; Sup. -ότατος, Od.