ἔπαρχος

From LSJ
Revision as of 13:35, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " as Adj." to " as adjective")

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπαρχος Medium diacritics: ἔπαρχος Low diacritics: έπαρχος Capitals: ΕΠΑΡΧΟΣ
Transliteration A: éparchos Transliteration B: eparchos Transliteration C: eparchos Beta Code: e)/parxos

English (LSJ)

ον,
A commander, Κιλίκων A.Pers.327; νεῶν Id.Ag.1227 (Canter for ἄπαρχος); governor of a country, Plb.5.46.7.2. = Lat. praefectus (in all senses), Id.11.27.2, Plu.Flam.1, etc.; ἔπαρχος τεκτόνων or ἔπαρχος τεχνιτῶν, praefectus fabrum, Id.Cic.38, Brut.51; ἔπαρχος τῆς πόλεως, praefectus urbi, D.H.4.82, etc.; ἔπαρχος παρεμβολῶν, praefectus castrorum, Gloss.; ἔπαρχος Αἰγύπτου PFay.21 (ii A. D.); ἔπαρχος τῆς αὐλῆς, praefectus praetorio, Plu.Galb.2, cf. ib.8, 13; ἔπαρχος Ἑῴας prefect of the East, Epigr.Gr. 919.4 (Sidyma); ἀπὸ ἐπάρχων, ex praefecto, CIG2593 (Gortyn, iv A. D.).
II as adjective, ἀρχὴν ἔπαρχον στόλου the office of admiral, IG14.873 (Misenum, iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 905] ὁ, der mit dem Oberbefehl betrau't ist, der Vorgesetzte, Befehlshaber; νεῶν Aesch. Ag. 1200; bes. in einer Provinz, τῆς Σουσιανῆς Pol. 5, 46, 7; Τάραντος Plut. Flamin. 1; τεκτόνων, τῶν τεχνιτῶν, Cic. 32 Brut. 51; bei den Römern der Proconsul od. Proprätor, Statthalter der Provinz, Plut. u. A.; τῆς αὐλῆς, praefectus praetorio, Galb. 2. Vgl. ὕπαρχος.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπαρχος: -ον, (ἀρχὴ) ἡγεμών, ἀρχηγός, Κιλίκων ἔπαρχος Αἰσχύλ. Πέρσ. 327· νεῶν ὁ αὐτὸς Ἀγ. 1227· (οὕτως ὁ Cauter ἀντὶ ἄπαρχος) κυβερνήτης, διοικητὴς χώρας, Πολύβ. 5. 46, 7. 2) ἐν χρήσει εἰς μετάφρασιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ praefectus ἐν πάσαις αὐτοῦ ταῖς σημασίαις, Πολύβ. 11. 27, 2, κτλ.· ἴδε Πίνακας Συλλ. Ἐπιγρ. σ. 35· ἔπαρχος τῆς αὐλῆς, praefectus praetorio, Πλουτ. Γάλβ. 2· πρβλ. αὐτόθι 8, 13· ἔπαρχος Ἑῴας, διοικητὴς τῆς Ἀνατολῆς, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 919. 4· ἀπὸ ἐπάρχων, expraefectus, Συλλ. Ἐπιγρ. 2593 κἑξ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἀρχὴν ἔπαρχον στόλου, ἀξίωμα τοῦ ναυάρχου, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 838.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui est à la tête de, chef, commandant ; à Rome gouverneur d’une province, proconsul, préteur ou propréteur, préfet.
Étymologie: ἐπάρχω.

Greek Monolingual

ο, θηλ. επαρχίνα και επάρχισσα (AM ἔπαρχος, θηλ. ἐπαρχῑνα και ἐπάρχισσα)
μσν.- νεοελλ.
1. ανώτερος διοικητικός υπάλληλος, διοικητής επαρχίας
2. θηλ. η σύζυγος του επάρχου
μσν.
αξιωματούχος με διάφορες αρμοδιότητες («έπαρχος πόλεως», «έπαρχος τών νυκτών»)
αρχ.
1. αυτός που έχει την ανώτατη αρχή, αρχηγός, ηγεμόνας
2. κυβερνήτης, διοικητής («Κιλίκων ἔπαρχος», Αισχύλ.)
3. φρ. «ἔπαρχος ἀρχή» — το αξίωμα του επάρχου, του πραίτορος («ἀρχὴ ἔπαρχος στόλου» — το αξίωμα του ναυάρχου).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρχος (< άρχω)].

Greek Monotonic

ἔπαρχος: -ον (ἀρχή),
1. αρχηγός, σε Αισχύλ.
2. το Ρωμ. praefectus, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἔπαρχος: ου ὁ
1) эпарх, командующий (Κιλίκων, νεῶν Aesch.);
2) правитель; в Риме (лат. praefectus) префект, наместник (τῆς Σουσιανῆς Polyb.; Τάραντος Plut.);
3) начальник: ἔ. τῆς αὐλῆς Plut. (лат. praefectus praetorio или praetorii) начальник преторианцев; ἔ. τεκτόνων или τεχνιτῶν Plut. (лат. praefectus fabrum) начальник рабочего или саперного отряда.

Middle Liddell

ἔπ-αρχος, ον ἀρχή
1. a commander, Aesch.
2. the Roman praefectus, Plut.

English (Woodhouse)

commander

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)