κωφώνω

From LSJ
Revision as of 14:41, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492

Greek Monolingual

(AM κωφῶ, -όω, Μ και κωφώνω) κωφός
προξενώ κώφωση σε κάποιον, κουφαίνω
(μσν. -αρχ.) κάνω κάποιον ή κάτι να εξασθενήσει ή να σταματήσει (α. «κωφώνω τὰ δάκρυα» — πνίγω τα δάκρυα
β. «ὀδύνας κωφοῖ», Ιπποκρ.)
αρχ.
παθ. κωφοῦμαι, -όομαι
α) είμαι νωθρός σε κάτι
β) σιωπώ («ἐκωφώθην καὶ ἐταπεινώθην καὶ ἐσίγησα», ΠΔ)
γ) κολοβώνομαι
δ) (για νερό) χάνω τη φρεσκάδα μου.