συναληθεύω

From LSJ
Revision as of 19:37, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰληθεύω Medium diacritics: συναληθεύω Low diacritics: συναληθεύω Capitals: ΣΥΝΑΛΗΘΕΥΩ
Transliteration A: synalētheúō Transliteration B: synalētheuō Transliteration C: synalitheyo Beta Code: sunalhqeu/w

English (LSJ)

A to be true together, Arist.Int.19b36, cf. Gal.7.838. II join in seeking or speaking the truth, Plu.2.53b.

German (Pape)

[Seite 998] mit oder zugleich die Wahrheit reden; Arist. hermeneut. 10; Plut. discr. ad. et amic. 11.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰληθεύω: ληθεύω ὁμοῦ, οὐχ ὁμοίως τὰς κατὰ διάμετρον ἐνδέχεται συναληθεύειν Ἀριστ. π. Ἑρμην. 10. 5. ΙΙ. ἀπὸ κοινοῦ λέγω ἢ ζητῶ τὴν ἀλήθειαν, Πλούτ. 2. 53Β.

French (Bailly abrégé)

dire également la vérité.
Étymologie: σύν, ἀληθεύω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
(λογ.) (για κρίσεις) αληθεύω συγχρόνως ή επίσης (α. «οι αντίθετες κρίσεις δεν μπορούν να συναληθεύουν» β. «οὐχ ὁμοίως τὰς κατὰ διάμετρον ἐνδέχεται συναληθεύειν», Αριστοτ.)
μσν.
λέω κι εγώ την αλήθεια («Ἰώσηπον... ταῖς θείαις συναληθεύοντα γραφαῑς», Ευσ.)
αρχ.
αναζητώ την αλήθεια από κοινού με άλλον.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰληθεύω:
1) одновременно быть истинным Arst.;
2) совместно стремиться к истине или говорить правду Plut.