σήμερα

From LSJ
Revision as of 22:55, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258

Greek Monolingual

σήμερον ΝΜΑ, και σήμερις και σήμερο και λόγιος τ. σήμερον Ν, και δωρ. τ. σάμερον και αττ. τ. τήμερον και τήμερα Α
επίρρ. αυτή την ημέρα, την παρούσα ημέρα, σε αντιδιαστολή προς τη χθεσινή και προς την αυριανή (α. «δεν θα τελειώσουν τη δουλειά σήμερα» β. «τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον», ΚΔ
γ. «νῦν μὲν παύσωμεν πόλεμον και δηϊοτῆτα σήμερον» Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
1. στην εποχή μας («σήμερα έχουν αλλάξει οι συνθήκες»)
2. (με ουδ. άρθρ.) το σήμερα
το παρόν, σε αντιδιαστολή προς το χθες, δηλαδή το παρελθόν, και το αύριο, δηλαδή το μέλλον
3. φρ. α) «σήμερα οχτώ - σήμερα δεκαπέντε» — μία ή δύο εβδομάδες πριν ή μετά από σήμερα
β) «σήμερα - αύριο» — από τη μια μέρα στην άλλη, πολύ σύντομα
γ) «σήμερα είμαστε - αύριο δεν είμαστε» — η ζωή είναι πολύ σύντομη
νεοελλ.-μσν.
φρ. «η σήμερον ημέρα» ή, απλώς, «η σήμερον» — σήμερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το χρον. επίρρ. σήμερον έχει σχηματιστεί < ΙΕ μόριο ke- / ki- + ἡμέρα κατά τα ουδ. σε -ον (πρβλ. αὔρι-ον). Το μόριο ke- / ki- είναι ενδεικτικό για αντικείμενα κοντινής απόστασης (βλ. και λ. εκεί). Ο τ. τήμερον είναι αττ. και αναλογικά προς αυτόν σχηματίστηκε το επίρρ. τῆτες. Η Νέα Ελληνική χρησιμοποιεί τον τ. σήμερα, κατά τα επιρρ. σε -α].