σκαφητός

From LSJ
Revision as of 14:38, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰφητός Medium diacritics: σκαφητός Low diacritics: σκαφητός Capitals: ΣΚΑΦΗΤΟΣ
Transliteration A: skaphētós Transliteration B: skaphētos Transliteration C: skafitos Beta Code: skafhto/s

English (LSJ)

ὁ,
A = σκαφετός, σκάπετος, hoeing or digging, Thphr.CP3.16.2, SIG963.10 (Amorgos, iv B.C.), PMich.Zen.62.8 (iii B.C.), Str.3.4.17.

German (Pape)

[Seite 890] ὁ, = σκαφετός, σκάπετος, zw.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰφητός: ὁ, σκαφετός, σκάπετος τὸ σκάπτειν, ἡ σκαφεία, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 16, 2, Στράβ. 165.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
σκαφή, σκάψιμο («ὅτι μισθώσαιτο ἄνδρας ὁμοῦ καὶ γυναῖκας ἐπί σκαφητόν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω (βλ. σκάβω) + επίθημα -ητός, αναλογικά προς τα: ἀλο-ητός, γεωργ-ητός, τρυγ-ητός].