σωματοποιώ

From LSJ
Revision as of 06:45, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ")

κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils

Source

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
1. προσδίδω σωματική υπόσταση, υλική ύπαρξη σε κάτι (α. «ἀπὸ τῶν θείων σωμάτων ἔρχονται εἰς τὰ θνητὰ αὗται αἱ σωματοποιοῡσαι ἐνέργειαι», Ερμ. Τρισμ.
β. «συνέστηκεν... πρὸ τῶν δερματίνων σεσωματοποιῆσθαι χιτώνων τὸν ἄνθρωπον», Μεθόδ.)
2. παριστάνω, απεικονίζω με σωματική μορφή (α. «μὴ γὰρ εἶναι θεμιτὸν... ἀσωμάτους ὄντας ἀγγέλους σωματοποιεῖν», Ιω. Διάκ.
β. «οἱ ζωγράφοι σωματοποιοῡσι τὸν ἔρωτα κατηφῆ», Αλέξ. Αφρ.)
3. προσωποποιώ αφηρημένες έννοιες, χρησιμοποιώ το σχήμα της προσωποποίησης (α. «σωματοποιεῖ ὁ λόγος τὴν ἐκκλησίαν ἐκ τὸ τῆς νύμφης εἶδος», Γρηγ. Νύσσ.
β. «ὅταν αὐτοὶ σωματοποιῶμεν τὸν θεὸν καὶ γονὰς θεῶν ἢ δαιμόνων», Μέν.)
4. συγκεντρώνω σε ένα σημείο, συμπυκνώνω («εἰ συγκλώσαιμεν εἰς ἓv σωματοποιοῦν τες τὰ ἐν τοῖς εὐαγγελίοις γεγραμμένα», Ωριγ.)
5. συνθέτω σε ενιαίο σύνολο (α. «κεχωρισμένα σωματοποιεῖν καὶ είς ἓv συνάγειν», Αρτεμ.
β. «πρότερον μὲν ὑποσημειώσασθαι τὰ κεφάλαια... εἶτα μετὰ τοῡτο σωματοποιῆσαι τὸν λόγον», Ωριγ.)
6. υλοποιώπίστις βρώματι ἐπεικάζεται, ἐν αὐτῇ σωματοποιουμένη τῇ ψυχῇ», Κλήμ. Αλ.)
7. (για τον Χριστό) ενσαρκώνω («σωματοποιεῖ ἑαυτὸν εἰς βρῶσιν καὶ πόσιν ὁ Κύριος», Μακάρ.)
αρχ.
1. δυναμώνω σωματικά, αναζωογονώ («ἐσωματοποίησε μὲν τοὺς ἵππους», Πολ.)
2. μτφ. ενδυναμώνω, αναζωογονώ («τὰς τῶν ἰδίων δυνάμεων ψυχὰς... κατὰ βραχὺ σωματοποιεῖν καὶ προσαναλαμβάνειν», Πολ.)
3. εξυψώνω, μεγαλύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -ποιῶ].