τερατολογώ
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
τερατολογῶ, -έω, ΝΑ τερατολόγος
νεοελλ.
λέω τερατολογίες
αρχ.
1. μιλώ σχετικά με παράδοξα θαυμαστά φυσικά φαινόμενα τα οποία μπορούν να ερμηνευθούν ως θεϊκά σημεία («δοκεῖν ὅπερ λέγουσιν οἱ τερατολογοῦν
τες μυκᾶσθαι τήν γῆν», Αριστοτ.)
2. παθ. τερατολογοῦμαι, -έομαι
λέγομαι, αναφέρομαι ως κάτι το θαυμαστό («κατὰ τὴν τερατολογουμένην ἑτεροιωτικήν», Σέξτ. Εμπ.).