κτήμα

From LSJ
Revision as of 20:00, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source

Greek Monolingual

και χτήμα, το (AM κτῆμα) κτώμαι
1. αυτό που αποκτήθηκε από κάποιον, αυτό που κατέχει κάποιος, αυτό που ανήκει στην κυριότητα κάποιου (α. «αυτό το βιβλίο δεν είναι κτήμα σου για να το κάνεις ό,τι θέλεις» β. «μὴ νύ τι σεῡ ἀέκητι δόμων ἐκ κτῆμα φέρηται», Ομ. Οδ.)
2. ιδιόκτητη αγροτική έκταση, αγρόκτημα (α. «έχω τρία σκυλιά στο κτήμα» β. «πειρῶ τὸν πλοῦτον χρήματα και κτήματα κατασκευάζειν», Ισοκρ.)
3. στον πληθ. τα κτήματα
τα ζώα, ιδίως τα υποζύγια («βοῦς και τάλλα κτήματα είναι πάντα του βελτίονός τε», Πλάτ.)
4. φρ. «κτῆμα ἐς ἀεί» — αναφαίρετο απόκτημα, αιώνιο κτήμα
νεοελλ.
1. κάθε ακίνητη ιδιοκτησία που έχει αυτοτέλεια, όπως αγρός, οικόπεδο ή οικοδομή
2. στον πληθ. αγροί, χωράφια, λιβάδια, ελαιώνες, αμπελώνες
μσν.-αρχ.
1. συν. στον πληθ. περιουσία, πλούτοςἔρως ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις», Σοφ.)
2. κωμόπολη, χωριό («ἔλαβεν ἐκ τοῦ κτήματος ὅπου ἀνετράφη ἀγροίκους γενναίους», Μαλάλ. Ι.)
3. τα υλικά
αρχ.
συν. στον πληθ.
1. κάθε απόκτημα
2. πολύτιμα αποταμιευμένα πράγματα, κειμήλια, θησαυροί («ὅθι πλεῖστα δόμοις ἐν κτήματα κεῑται», Ομ. Ιλ.)
3. (σε αντιδιαστολή προς το αγρός) η ακίνητη περιουσία («ἐπὶ τοσούτοις ἀγροῑς καὶ κτήμασι», Ισαί.)
4. φρ. «κτήματα και χρήματα» — περιουσία σε υποστατικά και χρήματα, Πλάτ.).