καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
βούνευρο, το (Μ βούνευρον)1. μαστίγιο από δέρμα βοδιού2. το γεννητικό μόριο του ταύρου, που χρησιμοποιείται ως μαστίγιο.