νοτίζω

From LSJ
Revision as of 18:00, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοτίζω Medium diacritics: νοτίζω Low diacritics: νοτίζω Capitals: ΝΟΤΙΖΩ
Transliteration A: notízō Transliteration B: notizō Transliteration C: notizo Beta Code: noti/zw

English (LSJ)

A moisten, water, A. Fr.44, Ar.Th.857 :—Pass., to be wetted or wet, Heraclit. 126, Pl.Ti. 74c, A.R.1.1005, AP7.26 (Antip. Sid.), Str.4.4.1; perspire, Gal.18 (2).6, al.; νενοτισμένα οἴνῳ εἴρια Hp.Fract.29; νενοτισμένα χεῖτε δάκρυα wet tears, AP12.92 (Mel.); νενοτ. γῆ Arist.Mu.394b14. II intr., to be wet, νοτιζούσης τῆς γῆς Id.Mete.361b2; [ὁ νότος] νοτίζειν ποιεῖ τὸ θέρος Id.Pr.942a14. 2 = οὐρέω, Heliod. ap. Orib.50.9.12. 3 perspire, Agathin. ap. eund.10.7.22.

Greek (Liddell-Scott)

νοτίζω: μέλλ. -ίσω, (νότος) ὑγραίνω, βρέχω, Αἰσχύλ. Ἀποσπάσμ. 41, Ἀριστοφ. Θεσμ. 857. - Παθ., ὑγραίνομαι, βρέχομαι, Πλάτ. Τίμ. 74C. Ἀνθ. Π. 7. 26· νενοτισμένῳ οἴνῳ εἴρια Ἱππ. Ἀγμ. 770· νενοτισμένα χεῖτε δάκρυα, ὑγρὰ δάκρυα, Ἀνθολ. Π. 12. 92, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 11. ΙΙ. (νότος) ἀμεταβ., εἶμαι ὑγρός, νοτιζούσης τῆς γῆς ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 4, 21· [ὁ Νότος] νοτίζειν ποιεῖ τὸ θέρος ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 26. 16, 2.

French (Bailly abrégé)

1 tr. mouiller, humecter;
2 intr. être humide.
Étymologie: νότος.

Greek Monolingual

(ΑΜ νοτίζω) νότος
καθιστώ κάτι υγρό ή νοτερό, υγραίνω, διαβρέχω
2. καθίσταμαι υγρός, διαβρέχομαι («ο τοίχος νότισε»)
3. ουρώ («το μωρό νότισε το στρώμα»)
αρχ.
ιδρώνω.

Greek Monotonic

νοτίζω: (νότος), μέλ. -ίσω, υγραίνω, βρέχω — Παθ., υγραίνομαι ή γίνομαι υγρός, βρέχομαι, σε Πλάτ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νοτίζω:
1) увлажнять, орошать, смачивать (Αἰγύπτου πέδον Arph.); pass. быть влажным, течь, струиться (νοτιζομένη νοτίς Plat.; νενοτισμένα δάκρυα Anth.);
2) быть влажным (νοτιζούσης τῆς γῆς Arst.): ῥανίδες νοτίζουσαι Plut. капли влаги; θέρος νοτίζον Arst. дождливое лето.

Middle Liddell

νοτίζω, νότος
to wet:—Pass. to be wetted or wet, Plat., Anth.