ἔκκλυσμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό, A that which is washed away, τὸ τῆς ἡδονῆς ἔ. Plu.2.1089b; that which is washed up, produce of the sea, of purple dye, Zos.Alch.p.164
German (Pape)
[Seite 764] τό, das Ausgespülte, der Schmutz, Plut. non posse 4 M.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκκλυσμα: τό, τὸ ἐκπλυνόμενον, ἀπόπλυμα, Πλούτ. 2. 1089Β.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
lavure.
Étymologie: ἐκκλύζω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
lo arrojado por el mar a la playa δεῖ δὲ προσέχειν ... πῶς ἐκ θαλάττης οὖσα καὶ ἐκλύσματος (sic) εἰς πορφύραν μετατρέπεται del caracol de la púrpura, Zos.Alch.164.15
•fig. residuo τὰ ... τῶν πικρῶν ἐκκλύσματα Plu.2.463a, τὰ τῆς ἡδονῆς ἐκκλύσματα Plu.2.1089b.
Greek Monolingual
ἔκκλυσμα, το (Α)
1. απόπλυμα
2. (για κόκκινη βαφή) που παράγεται από θαλάσσιους οργανισμούς.
Russian (Dvoretsky)
ἔκκλυσμα: ατος τό pl. помои, нечистоты, грязь Plut.