σιωπή

From LSJ
Revision as of 07:58, 6 July 2021 by Spiros (talk | contribs)

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐωπή Medium diacritics: σιωπή Low diacritics: σιωπή Capitals: ΣΙΩΠΗ
Transliteration A: siōpḗ Transliteration B: siōpē Transliteration C: siopi Beta Code: siwph/

English (LSJ)

rarely σωπή (q.v.), ἡ, A silence, S.OT1075, Fr.928, E.Hipp.911; σ. ὑπεσημάνθη Th.6.32; σιωπὴν ποιεῖν, σιωπὴν ποιεῖσθαι, X.HG6.3.10, Isoc.12.234; ἦν σιωπή there was a hush or calm, S.OC1623, Aeschin.2.35: pl., τῶν ἀπειράτων ἄγνωστοι σιωπαί inglorious silence is their lot who make no venture, Pi.I.4(3).30 (48). 2 the habit of silence, ἐκ τῆς σιωπῆς τὴν τῆς σωφροσύνης δόξαν θηρᾶσθαι D.61.21, cf. Plu.2.39b, etc. II dat. σιωπῇ as Adv., in silence, the only case used by Hom., ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ Il.3.95, etc.; σ. ἧσο 4.412; ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε σιωπῇ made a sign without speaking, 9.620; σιωπῇ πίνειν Od.1.339; σιωπῇ πάσχειν ἄλγεα 13.309, cf. Pi.P.4.57; στῆναι σιωπῇ, πορεύεσθαι σιωπῇ, καθῆσθαι σιωπῇ, E.HF930, X.Cyr.5.3.43, D.48.31; secretly, Il.14.310; σιωπῇ τοῦτ' ἀκύρωτον μένει E.Ion801, cf. Ar.Eq. 1212.

German (Pape)

[Seite 887] ἡ, Schweigen, Stillschweigen; oft bei Hom., der aber allein den dat. σιωπῇ als adv. braucht, schweigend, bes. πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ, Il. 3, 95 u. oft; μείδησεν ἰδὼν ἐς παῖδα σιωπῇ, 6, 404; σιωπῇ πάσχειν ἄλγεα, Od. 13, 309; Pind. P. 4, 57; u. im plur., I. 3, 48; Soph. O. R. 1075 O. C. 1619; Eur. oft, z. B. ἔστη σιωπῇ Herc. F. 930; u. in Prosa: σιωπῇ πορεύεσθαι, Xen. Cyr. 5, 3, 43; σιωπὲν ποιεῖν, Hell. 6, 3, 10; Folgde; σιωπ ῇ ἐκαθήμην, Dem. 48, 31. – In der böotischen Inschrift bei Böckh Staatshh. II p. 399 steht καὶ πολέμῳ καὶ κατὰ σιωπάς neben einander, in Ruhe, in Frieden.

Greek (Liddell-Scott)

σιωπή: ἡ, σιγή, Σοφ. Ο. Τ. 1075, Ἀποσπ. 667, Εὐρ. Ἱππ. 911· σιωπὴ ὑπεσημάνθη Θουκ. 6. 32· σιωπὴν ποιεῖν, ποιεῖσθαι Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 10, Ἰσοκρ. 281D· ἦν σ., ὑπῆρχε μεγάλη ἡσυχία, γαλήνη, Σοφ. Ο. Τ. 1623, πρβλ. Αἰσχίν. 33. 3· - ἐν τῷ πληθ., τῶν ἀπειράτων ἄγνωστοι σιωπαί, ἄδοξος σιωπὴ εἶναι ἡ μερὶς τῶν μὴ δοκιμαζόντων, μὴ ἀποτολμώντων, Πινδ. Ι. 4. 51 (3. 48). 2) ἡ ἕξις, ἡ συνήθεια τῆς σιωπῆς, ἐκ τῆς σ. τὴν τῆς σωφροσύνης δόξαν θηρᾶσθαι Δημ. 1407. 16, πρβλ. Πλούτ. 2. 39Β, κτλ. ΙΙ. δοτ. σιωπῇ ὡς ἐπίρρ., ἐν σιωπῇ εἶναι δὲ αὕτη ἡ μόνη πτῶσις ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. (πρβλ. σιγὴ ΙΙ), ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ Ἰλ. Γ. 95, κτλ.· σ. ἦσο Δ. 412· ἐπ’ ὀφύσι νεῦσε σ., ἔκαμε νεῦμα χωρὶς νὰ ὁμιλήσῃ, Ι. 620· σ. πίνειν Ὀδ. Α. 339· σ. ἄλγεα πάσχειν Ν. 309· οὕτω παρὰ Πινδ. Π. 4. 100, καὶ Ἀττ.· στῆναι, πορεύεσθαι, καθῆσθαι σ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 930, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43, Δημ. 1176. 2· - μυστικῶς, Ἰλ. Ξ. 310· σιωπῇ τοῦτ’ ἀκύρυκτον μένει Εὐρ. Ἴων 801, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1212.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 silence : σιωπὴν ποιεῖν ISOCR, ποιεῖσθαι XÉN faire faire silence ; adv. • σιωπῇ en silence, en secret, clandestinement;
2 p. ext. habitude du silence.
Étymologie: DELG apparenté à σιγή, et tout repose en définitive sur une onomatopée.

English (Autenrieth)

silence, only dat. as adv., silently, secretly, Il. 14.310. See ἀκήν.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και σπάν. τ. σωπή Α
1. η έλλειψη, η διακοπή, η παύση της ομιλίας (α. «ο πρόεδρος του σώματος επέβαλε σε όλους σιωπή» β. «τῇ... σάλπιγγι σιωπὴ ὑπεσημάνθη», Θουκ.)
2. (κατ' επέκτ.) η έλλειψη κάθε θορύβου, ησυχία, γαλήνη, σιγή (α. «άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει», Σολωμ.
β. «οὐδ' ἔτ' ὠρώρει βοή, ἦν μὲν σιωπή», Σοφ.)
νεοελλ.
1. το να μην απαντά κανείς σε επιστολή που του έχει σταλεί και, γενικά, το να μην δίνει κανείς απάντηση γραπτή ή προφορική σε ζητήματα που τον αφορούν («μετά από μακρά σιωπή αποφάσισα να σάς γράψω»)
2. (ως επιφών.) σιωπή!
σιώπησε, πάψε, σουτ!
3. φρ. «η σιωπή μου προς απάντησή σου» — απαξιώ να σού απαντήσω
αρχ.
1. το να συνηθίζει κανείς να είναι σιωπηλός («τῷ νέῳ κόσμος ἀσφαλής ἐστιν ἡ σιωπή», Πλούτ.)
2. (η δοτ. ως επίρρ.) σιωπῇ
α) σιωπηλά, ήσυχα
β) μυστικά, κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σιωπώ].

Greek Monotonic

σιωπή: ἡ,
I. 1. σιωπή, τσιμουδιά, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· σιωπὴν ποιεῖν, σε Ξεν.· ἦν σιωπή, επικρατούσε σιγή ή ησυχία, σε Σοφ.
2. η συνήθεια του να σιωπά κάποιος, σε Δημ.
II. η δοτ. σιωπῇ ως επίρρ., σιωπηλά, σε Όμηρ., Αττ. (αμφίβ. προέλ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σῐωπή -ῆς, ἡ, Dor. σιωπά [σιωπάω] het zwijgen, stilte:; σιωπὴν ποιεῖν stilte tot stand brengen Xen. Hell. 6.3.10; τῇ σάλπιγγι σ. ὑπεσημάνθη door de trompet werd het signaal tot stilte gegeven Thuc. 6.32.1; dat. adv. σιωπῇ in stilte, heimelijk:. Πατρόκλῳ ἐπ ’ ὀφρύσι νεῦσε σιωπῇ hij knikte zonder te spreken Patroclus toe met zijn wenkbrauwen Il. 9.620; αἴ κε σιωπῇ οἴχωμαι als ik stilletjes ga Il. 14.310.

Russian (Dvoretsky)

σιωπή:
1) молчание, безмолвие, тишина: ὡς ἦν σ. Aeschin. когда воцарилась тишина; σιωπὴν ποιεῖν Isocr. или ποιεῖσθαι Xen. водворять тишину; σ. ὑπεσημάνθη Thuc. был подан знак молчать; σιωπῇ Dem. молча, безмолвно (πάσχειν ἄλγεα Hom.) или тайком (πορεύεσθαι Xen.);
2) молчаливость, сдержанность, скромность Dem.: τῷ νέῳ κόσμος ἐστὶν ἡ σ. Plut. скромность украшает юношу;
3) отсутствие славы, безвестность (ἄγνωστοι σιωπαί Pind.).

Middle Liddell

σιωπή, ἡ,
I. silence, Soph., Eur., etc.; σιωπὴν ποιεῖν Xen.; ἦν ς. there was a hush or calm, Soph.
2. the habit of silence, Dem.
II. dat. σιωπῇ as adv., in silence, Hom., attic [deriv. uncertain]

Translations

Afrikaans: stilte; Albanian: heshtje; Arabic: صَمْت‎, سُكُوت‎; Egyptian Arabic: سكوت‎; Armenian: լռություն; Asturian: silenciu; Azerbaijani: sükut; Bashkir: тынлыҡ; Belarusian: цішыня́, маўча́нне; Breton: didrouz; Bulgarian: тишина́, мълча́ние; Catalan: silenci; Chinese Mandarin: 沉默; Crimean Tatar: süküt; Czech: ticho, mlčení; Danish: tavshed, stilhed; Dutch: stilte; Egyptian: ; s g; r A2; ; Esperanto: silento; Estonian: vaikus; Faroese: tøgn; Finnish: hiljaisuus, äänettömyys; French: silence; Galician: silencio; Georgian: დუმილი; German: Stille, Schweigen; Alemannic German: Stili; Greek: σιωπή, σιγή, ησυχία; Ancient Greek: σιγή, σιωπή; Hebrew: שקט‎, דממה‎; Hindi: ख़ामोशी, चुप्पी; Hungarian: csend, csönd, hallgatás; Icelandic: þögn, ró; Ido: silenco; Irish: tost; Italian: silenzio; Japanese: 静けさ, 静寂, 黙秘, 沈黙; Kazakh: тыныштық, жайшылық; Korean: 침묵; Kurdish Central Kurdish: بێدەنگ‎; Latin: silentium; Latvian: klusums; Lithuanian: tyla; Macedonian: тишина, молчење; Maori: haumūmūtanga; Mongolian: нам гүм; Northern Sami: jaskatvuohta; Norwegian: ro, taushet, togn; Bokmål: stillhet; Occitan: silenci; Old Church Slavonic: тишина; Old English: swīġe, stilnes; Old Norse: þǫgn; Pashto: ګنګه روژه‎, چوپتيا‎; Persian: خاموشی‎, سکوت‎; Polish: cisza, milczenie; Portuguese: silêncio; Quechua: upalla; Romanian: liniște, tăcere; Russian: тишина́, молча́ние; Scots: seelence; Scottish Gaelic: tosd, sàmhchair; Serbo-Croatian Cyrillic: тишѝна, му̑к; Roman: tišìna, mȗk; Slovak: ticho, mlčanie; Slovene: tišina, molk; Spanish: silencio; Swahili: kimya; Swedish: tystnad; Tagalog: katahimikan; Tatar: тынлык; Telugu: నిశ్శబ్దము; Thai: ความเงียบ; Tocharian B: ām; Turkish: sessizlik, sükut; Turkmen: ümsümlik; Ukrainian: ти́ша, мовча́ння; Urdu: خاموشی‎; Vietnamese: sự yên lặng; Volapük: seil; Welsh: distawrwydd, tawelwch; Yiddish: שטילקייט‎; Yucatec Maya: ch’een, ch’ench’enki; Zulu: ukuthula