ἀντίγραφον

From LSJ
Revision as of 22:09, 15 January 2022 by Spiros (talk | contribs)

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

English (Woodhouse)

copy, duplicate in writing, of a document

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

[Seite 250] τό, u. bes. im plur., die Abschrift, Andoc. 1, 76; Lys. 23, 7 u. Folgd.; Inscr. 102.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
transcription, copie.
Étymologie: neutre de ἀντίγραφος.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Alolema(s): dór. -γροφον IG 42.68.81 (Epidauro IV a.C.), IG 12(3).248.22 (Anafa II a.C.)
1 copia τᾶς δὲ ἐπερωτάσιος καὶ τοῦ χρησμοῦ ἀντίγροφον IG 12(3).l.c., de cuentas, Arist.Pol.1309a11, PWisc.30.3.5 (III d.C.), de una notificación judicial, D.25.47, de un acta ἐξέπεμψεν ἀντίγραφα τῷ βασιλεῖ Plu.2.577f, cf. Lys.32.7, τῆς ἐπιστολῆς I.AI 13.126, cf. 17.145, Luc.Herm.40, de un tratado, Sch.D.T.391.23, cf. 404.19, A.D.Adu.156.20, de ejemplares de una edición publicada por Ático Ἀττικιανὰ ἀντίγραφα Harp.s.u. Ἀργᾶς, de documentos oficiales (τοὺς γραμματεῖς) ε[ὔσημα ἀν] τίγροφα [ἔχοντ] ας IG 42.l.c., cf. IEphesos 4A.22 (III a.C.), Decr. en And.Myst.79, PAlex.Giss.243, 36.1 (II d.C.), POxy.2666.2.1 (IV d.C.), PWisc.16.10 (II d.C.), 31.ue.8 (II d.C.), CPR 1.4.1 (I d.C.)
fig. ejemplo ἐξ ἀντιγράφου πατρῴου Plu.2.480f.
2 receta médica, Orib.Ec.96.1.
3 carta Chrys.M.52.677.
4 respuesta Synes.Ep.6 (p.120).

Greek Monolingual

το (Α ἀντίγραφος, ἀντίγραφον)
1. έγγραφο που είναι προϊόν αντιγραφής
2. πιστή απομίμηση έργου τέχνης.
νεοελλ.
1. καθετί που είναι παρόμοιο με το αυθεντικό («αντίγραφο του πατέρα του»)
αρχ.
αυτός που έχει γραφεί δύο φορές.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίγρᾰφον: τό копия, дубликат Lys., Arst., Dem., Plut.