ἀπροσωπόληπτος

From LSJ
Revision as of 17:00, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροσωπόληπτος Medium diacritics: ἀπροσωπόληπτος Low diacritics: απροσωπόληπτος Capitals: ΑΠΡΟΣΩΠΟΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: aprosōpólēptos Transliteration B: aprosōpolēptos Transliteration C: aprosopoliptos Beta Code: a)proswpo/lhptos

English (LSJ)

ον, A not respecting persons, Suid. s.v. ἀδυσώπητος. Adv. -τως without respect of persons, 1 Ep.Pet.1.17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροσωπόληπτος: -ον, ὁ μὴ προσωποληπτῶν, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀδυσώπητος: τὸ ἀπροσωπόληπτον Κλήμ. Ἀλ. 772. - Ἐπίρρ. ἀπροσωπολήπτως, ἄνευ προσωποληψίας, Ἐπιστ. Πέτρ. Α΄, α΄, 17. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. -ληψία, ἡ, Γρηγ. Ναζ. σ. 116, 29.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne fait pas acception des personnes, impartial.
Étymologie: , προσωποληπτέω.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀπροσωπόλημπτος 1Ep.Clem.1.3, Ep.Barn.4.12, 1Ep.Petr.1.17
• Morfología: [voc. απροσωπολημιε (sic) IGLS 343.6]
I 1que no hace distinción de personas, imparcial, inexorable de Dios, Clem.Al.Strom.6.6.46, Petr.I Al.Ep.Can.7, Eus.Alex.Serm.M.86.341D
de pers. ὁ δεσπότης Cyr.Al.M.71.564C, de Eusebio de Alejandría, Io.Not.V.Eus.M.86.297B
de abstr., de la caridad, Euthal.Epp.Cath.M.85.677B, de la tumba IGLS l.c.
τὸ ἀ. imparcialidad, inexorabilidad τὸ ἀ. θεοῦ Clem.Al.Strom.6.8.64, τὸ ἑαυτοῦ εὔσπλαγχνον καὶ ἀ. ἐνδείκνυται διὰ πάντων τῶν ἁγίων ὁ Λόγος Hippol.Antichr.3.
2 que no se debe mirar cara a cara de Dios, Cyr.Al.M.70.1169D.
II adv. -ως sin distinguir entre las personas, imparcialmente, inexorablemente ἀ. ... πάντα ἐποιεῖτε 1Ep.Clem.1.3, ὁ κύριος ἀ. κρινεῖ τὸν κόσμον Ep.Barn.4.12, cf. 1Ep.Petr.1.17.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπροσωπόληπτος, -ον) προσωποληπτώ
αυτός που δεν κάνει διακρίσεις, αμερόληπτος.

Greek Monotonic

ἀπροσωπόληπτος: -ον (προσωπολήπτης), αυτός που δεν μεροληπτεί υπέρ συγκεκριμένων προσώπων, αμερόληπτος, αδέκαστος· επίρρ. -τως, χωρίς μεροληψία προς το πρόσωπο κάποιου, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

προσωπολήπτης
not respecting persons. adv. -τως, without respect of persons, NTest.