ἔμφωτον
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
English (LSJ)
τό, A hollow of a cone, Hero *Stereom.1.55.
Spanish (DGE)
-ου, τό
espacio o intervalo vacío que deja pasar la luz de áreas o volúmenes inscritos en cuerpos geom., Hero Stereom.1.55, 57, 60, 76, 77
•en edificios vano, intercolumnio Euagr.Schol.HE 4.31.
Greek Monolingual
ἔμφωτον, το (AM)
μσν.
το εύρος, το διάστημα
αρχ.
1. το κοίλο του κώνου
2. φωτιζόμενο μέρος, το μέρος από όπου εισέρχεται φως, π.χ. πλευρά τοίχου που έχει παράθυρα.
Frisk Etymological English
(-ος)
See also: s. φῶς
Frisk Etymology German
ἔμφωτον: (-ος)
{émphōton}
Meaning: Hohlraum (Hero Stereom. 1, 55).
Etymology: Eig. Lichtraum, Hypostase oder Bahuvrihi von ἐν und φῶς; in derselben (oder einer ähnlichen) Bed. steht ebd. auch ἀήρ Luft.
Page 1,508