θερσιεπής

From LSJ
Revision as of 17:53, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερσῐεπής Medium diacritics: θερσιεπής Low diacritics: θερσιεπής Capitals: ΘΕΡΣΙΕΠΗΣ
Transliteration A: thersiepḗs Transliteration B: thersiepēs Transliteration C: thersiepis Beta Code: qersieph/s

English (LSJ)

ές, (θέρσος) A bold of speech, B.12.199:—so Θερσίτης, ὁ, as pr. n. in Hom.: pl., Ph.2.472.

Greek (Liddell-Scott)

θερσιεπής: -ές, ὁ μετὰ θράσους λαλῶν, Βακχυλ. 12. 199, ἔκδ. Blass.

Greek Monolingual

θερσιεπής, -ές (Α)
αυτός που μιλά με θάρρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρσος, αιολ. τ. του θάρσος, αττ. θάρρος + -επής (< έπος), πρβλ. αμετροεπής, καλλιεπής. Για τον σχηματισμό του α' συνθετικού πρβλ. δεξίδωρος, τερψίμβροτος.