ιμάντας

From LSJ
Revision as of 07:03, 13 October 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάριςevery inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer

Source

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἱμάς)
1. δερμάτινη λωρίδα για διάφορες χρήσεις, λουρί
2. λουρί υποδημάτων, κορδόνι
νεοελλ.
1. αρχιτ. κάθε χαραγή του εχίνου του δωρικού κιονοκράνου
2. τεχνολ.
όργανο μετάδοσης της κίνησης από μία τροχαλία σε άλλη ή από έναν άξονα σε άλλο
αρχ.
1. ο κεστός της Αφροδίτης
2. το λουρί με το οποίο δενόταν η περικεφαλαία κάτω από το σαγόνι
3. το λουρί της πόρτας με το οποίο ο μοχλός συρόταν στη θέση του και δενόταν στην κορώνη
4. σχοινί ιστίου
5. το σχοινί με το οποίο τραβούσαν τον κουβά από το πηγάδι
6. λουρί σκύλου
7. μαστίγιο
8. νοσηρή κατάσταση του σταφυλίτη
9. στον πληθ. oἱ ἱμάντες
α) τα λουριά της άμαξας
β) ηνία, χαλινάρια
γ) τα λουριά με τα οποία ήταν δεμένος ο δίφρος
δ) μαστίγιο που αποτελούνταν από πολλά λουριά
ε) τα λουριά με τα οποία τύλιγαν τα χέρια τους οι πυγμάχοι
στ) αρχιτ. σειρά λίθων που χρησίμευαν στη σύνδεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ουσ. ἱμᾶ «σχοινί» (πρβλ. αρχ. ινδ. sīmā «όριο»), παρεκταθέν υστερογενώς σε -ντ-(ἱμάς, -άντος). Παράλληλα με τον τ. ἱμάς μαρτυρείται μια ομάδα λ. συγγενών του: ἱμαῖος, ἱμανήθρη, ἱμάω, -, ἱμονιά. Η λ. ἱμάς δηλώνει γενικά την έννοια «λουρί», ενώ οι προαναφερθείσες συγγενείς λ. δηλώνουν ειδικότερα το μέσο που χρησιμεύει για έλξη, για τράβηγμα.
ΠΑΡ. αρχ. ιμαντάριον, ιμαντία, ιμαντίδιον, ιμάντινος, ιμάντιον, ιμαντίσκος, ιμαντισμός, ιμαντρίς, ιμαντώδης, ιμάσκω, ιμάσσω
μσν.
ιμαντώ.
ΣΥΝΘ. ιμαντόπους
αρχ.
ιμαντελικτής, ιμαντόδεσμος, ιμαντόδετος, ιμαντοπάροχος, ιμαντοπέδη
(αρχ. -μσν.) ιμαντελιγμός, ιμαντοτόμος
μσν.
ιμαντομάχος].

Translations

strap

Bulgarian: ремък; Catalan: corretja; Czech: pásek; Danish: rem; Dutch: riem; Esperanto: rimeno; Finnish: hihna, remmi; French: sangle, courroie, lanière; Galician: correa, corre, vincallo, estrobo, soga; German: Riemen; Alemannic German: Bretschel; Greek: ιμάντας, λουρί, λουρίδα; Ancient Greek: ἱμάς; Hungarian:, szíj; Ingrian: nahkain; Italian: cinghia, cinturino, correggia, reggetta, fascetta, striscia di cuoio; Kalmyk: сур; Latin: lorum, amentum; Maori: tarapu; Mongolian: сур; Norman: strape; Norwegian: rem; Ottoman Turkish: قایش, تاصمه, عصام, تركی; Persian: نوار, تسمه; Portuguese: faixa, tira; Russian: ремень, ремешок, лямка; Scottish Gaelic: iall; Slovak: remeň; Slovene: jermen; Sorbian Lower Sorbian: rjemjeń; Spanish: correa, cincha; Swedish: rem; Turkish: kayış; Yiddish: רימען