καχρυόεις
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
εσσα, εν, A bearing κάχρυ, ῥίζα, = λιβανωτίς, Nic.Th. 40.
German (Pape)
[Seite 1409] εσσα, εν, = καγχρυόεις, der gerösteten Gerste ähnlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καχρυόεις: εσσα, εν, ὅμοιοι πρὸς τὴν κάχρυν, Νικ. Θηρ. 40.
Greek Monolingual
καχρυόεις, -εσσα, -εν (Α)
όμοιος με φρυγμένο κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάχρυς + επίθ. -όεις (πρβλ. αστερόεις, φλογόεις)].