κατοπτρομαντεία
Greek Monolingual
η
μαντεία που γίνονταν με τη χρησιμοποίηση κατόπτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτοπτρον + -μαντεία (< μαντεία), πρβλ. ραβδομαντεία, χειρομαντεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Αθανάσιο Σταγειρίτη].
η
μαντεία που γίνονταν με τη χρησιμοποίηση κατόπτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτοπτρον + -μαντεία (< μαντεία), πρβλ. ραβδομαντεία, χειρομαντεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Αθανάσιο Σταγειρίτη].