λισπόπυγος

From LSJ
Revision as of 09:31, 21 November 2021 by Spiros (talk | contribs)

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λισπόπῡγος Medium diacritics: λισπόπυγος Low diacritics: λισπόπυγος Capitals: ΛΙΣΠΟΠΥΓΟΣ
Transliteration A: lispópygos Transliteration B: lispopygos Transliteration C: lispopygos Beta Code: lispo/pugos

English (LSJ)

ον, smooth-buttocked, epithet of κίναιδοι, Phryn.PS p.86 B., Poll.2.184; cf. Suid. s.v. λίσποι:—also λισπόπυξ, Eust. 1288.46: acc. pl. λισπόπυγας Sch.Ar.Eq.1365.

Greek (Liddell-Scott)

λισπόπῡγος: -ον, ὁ ἔχων λείαν, ἀποτετριμμένην τὴν πυγήν, ἢ λεπτὸς τὰ ὀπίσθια, ἐπίθετον τῶν κιναίδων, Α. Β. 50, Πολυδ. Β΄, 184, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. λίσποι· ― αἰτ. πληθ. λισπόπυγας (ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. λισπόπυξ) Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1365, Εὐστ. 1288. 46.

Greek Monolingual

λισπόπυγος, -ον (Α)
(για κίναιδο) αυτός που έχει λεία, λεπτά οπίσθια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίσπος + -πυγος (< πυγή «οπίσθια»), πρβλ. καλλί-πυγος, λεπτό-πυγος].