μαργαρίς

Revision as of 15:45, 31 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP) v\. ([\p{Greek}\s]+) " to " v. $1 ")

English (LSJ)

ίδος, ἡ, a kind of A palm-tree, Plin.HN13.42. II v. μαργαριτης 1.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
avec ou sans λίθος;
perle.
Étymologie: DELG emprunt à l’iranien, lui-même du skr. manjari « perle ».

Greek Monolingual

μαργαρίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. είδος φοίνικα
2. μαργαρίτης, μαργαριτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. μάργαρος + επίθημα -ίς (πρβλ. λατ. margaris)].