Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
μιαιφθορῶ, -έω (Α)
διαπράττω αιμομιξία, συνευρίσκομαι με μητέρα, αδελφή ή κόρη μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαι- (βλ. λ. μιαίνω) + φθορῶ, μέσω ενός αμάρτυρου τ. μιαιφθόρος (πρβλ. θυμοφθορώ)].