χρυσίων
From LSJ
Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, Α
εργαστήριο χρυσοχόου, χρυσοχοείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + επίθημα -ίων (πρβλ. ἀμπελίων)].