χύτρινος
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
η, ον, Ion. later κύθρ- Apollod.Poliorc.152.12, A of earthenware: Subst. ὁ χ., = χύτρα, Hp.Mul.2.133; κ. ὀστράκινοι Apollod. l. c. 2 χύτρινοι ἀγῶνες games at the festival οἱ χύτροι (v. χύτρος 11.2), Philoch. 137.
German (Pape)
[Seite 1385] ὁ, ion. κύθρινος, ein tiefes Loch in einem Flusse, Teiche, Sumpfe, eine Untiefe, ein Kolk, Sp., wie Arrian. peripl. töpfern, thönern, irden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χύτρῐνος: -η, -ον, πήλινος· ὁ χύτρινος = χύτρα, Ἱππ. 648. 53. 2) χύτρινοι ἀγῶνες, ἀγῶνες τελούμενοι ἐν τοῖς Χύτροις, Φιλόχορ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 218.
Greek Monolingual
και ιων. τ. κύθρινος, -ίνη, -ον, Α
1. πήλινος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χύτρινος
η χύτρα
3. φρ. «χύτρινοι ἀγῶνες» — οι αγώνες τών χύτρων, την τρίτη ημέρα των Ανθεστηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].