ψιλούτσικος
From LSJ
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
-η, -ο / ψιλούτζικος, -η, -ον, ΝΜ
κάπως ψιλός, αρκετά ψιλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + υποκορ. κατάλ. -ούτσικος (πρβλ. μεγαλούτσικος)].