ψυχαλγής
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχαλγής: -ές, ἀλγεινὸς εἰς τὴν ψυχήν, βλεφάρων ψυχαλγέα νοῦσον Ἀνθ. Π. 1. 90. - ῥῆμ. ψυχαλγέω, Θ. Στουδ. σ. 768. ἔκδ. Μi.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
αυτός που προκαλεί ψυχικό άλγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. θυμ-αλγής].
Russian (Dvoretsky)
ψῡχαλγής: причиняющий душевные страдания, терзающий душу (νοῦσος Anth.).