ευήθης
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Greek Monolingual
εύηθες (ΑΜ εὐήθης, εὔηθες)
υπερβολικά αγαθός και αφελής, χαζός
μσν.-αρχ.
1. αυτός που έχει καλό ήθος, απλός, ειλικρινής, άδολος («τὸ μὲν τῶν εὐηθεστέρων, τὸ δὲ τῶν πανουργοτάτων» — το ένα γνώρισμα τών πιο απλών, άδολων ανθρώπων, το άλλο τών πιο πανούργων, Λυσ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔηθες
αγαθό ήθος, απλότητα, εντιμότητα
αρχ.
1. (για γυναίκα) (ευφημ.) «καλόψυχη», πόρνη
2. (για νόσο ή τραύμα) ευκολοθεράπευτος
3. φρ. «εὔηθές ἔστι» — είναι ανοησία.
επίρρ...
εὐήθως (Α)
με υπερβολική αφέλεια, ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ήθης (< ήθος), πρβλ. καλοήθης, συνήθης. Πρόκειται για ευφημισμό (ευ-ήθης = «με καλό χαρακτήρα») αντί του βλαξ («με ανόητο χαρακτήρα»). Ανάλογες ευφημιστικές χρήσεις αποτελούν τα νεοελλ. αγαθός και αγαθιάρης (συνδυασμός του ευφημιστικού θέματος αγαθ- με τη μειωτικής σημασίας κατάληξη -ιάρης
πρβλ. κιτρινιάρης, κλαψιάρης, κουλτουριάρης)].