στάλιξ

From LSJ
Revision as of 18:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στάλιξ Medium diacritics: στάλιξ Low diacritics: στάλιξ Capitals: ΣΤΑΛΙΞ
Transliteration A: stálix Transliteration B: stalix Transliteration C: staliks Beta Code: sta/lic

English (LSJ)

[ᾰ], ῐκος, ἡ, (στέλλω) A stake to which nets are fastened, Theoc.Ep.3, AP6.109 (Antip.), Plu.Pel.8, Tryph.222, etc.; distinguished from σχαλίς, Opp.C.1.151,157, Poll.5.19,31, 10.141.

German (Pape)

[Seite 929] ικος, ἡ, dor. statt σταλίς; Ep. ad. 666 (VII, 338); ἰθύτονοι, Alc. Mit. 2 (VI, 187); πυρὶ θηγαλέους ὀξυπαγεῖς στάλικας, A ntp. Sid. 17 (VI, 109); S. Emp. adv. phys. 1, 3; Poll. 5, 19.

Greek (Liddell-Scott)

στάλιξ: -ῐκος, ἡ, (√ΣΤΑΛ, στέλλω) πάσσαλος εἰς ὃν δίκτυα προσδένονται, «πάσσαλοι. ξύστραι. στῆλαι» Ἡσύχ., Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3, Πλουτ. Πελοπ. 8, Ἀνθ. Π. 6. 109, κτλ.· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ σχαλίς, Ὀππ. Κυν. 1. 150, 157, Πολυδ. Ε΄, 19, 31, Γ΄, 141.

French (Bailly abrégé)

ικος (ἡ) :
pieu qui retient les filets des chasseurs.
Étymologie: DELG plutôt ἵστημι que στέλλω.

Greek Monolingual

-ικος, ἡ, Α
1. πάσσαλος, κυρίως αυτός στον οποίο δένονται τα κυνηγετικά δίχτια
2. (κατά τον Ησύχ.) «στήλη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί είτε από τη συνεσταλμένη βαθμίδα σταλ- του στέλλω (πρβλ. στήλη) είτε, πιθανότερα, από τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă- του ἵστημι, με υγρό ένθημα -l- και παρέκταση -ι-κ-ς (πρβλ. κλᾴξ < κλāF-ι-κ-ς
βλ. και λ. κλείδα)].

Greek Monotonic

στάλιξ: -ῐκος, ἡ (στᾰλῆναι), πάσαλλος στον οποίο προσδένονται τα δίχτυα, σε Ξεν., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

στάλιξ: ικος (ᾰ) ἡ кол, жердь, шест (для укрепления сетей) Theocr., Plut., Sext., Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στάλιξ -ικος, ἡ [~ ἵστημι?] paal (waaraan netten worden vastgemaakt).

Frisk Etymological English

-ικος
Grammatical information: f.
Meaning: plug or post for fastening a hunting-net (Theoc., Plu., Opp., Poll. a. o.).
Derivatives: Besides στάλιδας (-ίδας?) τοὺς κάμακας η χάρακας H. (σταλίδων X. Cyn. 2, 8 codd.; σχαλίδων Steph.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Suffixchange as in κλαϊκ- : κληιδ- (s. κλείς) a.o. (Schwyzer 496; cf. also Specht Ursprung 211 a. 233). Further analysis uncertain; both στέλλω and ἵστημι (with λ-suffix) can be considered (WP. 2, 644). As the nearest basis one could posit a zero grade noun *σταλ(ο)-.

Middle Liddell

στάλιξ, ῐκος, [στᾰλῆναι]
a stake to which nets are fastened, Xen., Theocr.

Frisk Etymology German

στάλιξ: -ικος
{stáliks}
Grammar: f.
Meaning: Pflock oder Pfosten zum Festmachen des Jagdnetzes (Theok., Plu., Opp., Poll. u. a.).
Derivative: Daneben στάλιδας (-ίδας?)· τοὺς κάμακας ἢ χάρακας H. (σταλίδων X. Kyn. 2, 8 codd.; σχαλίδων Steph.).
Etymology : Suffixwechsel wie in κλαϊκ- : κληιδ- (s. κλείς) u.a. (Schwyzer 496; vgl. noch Specht Ursprung 211 u. 233). Weitere Analyse unsicher; sowohl στέλλω wie ἵστημι (mit λ-Suffix) kommen in Betracht (WP. 2, 644). Als nächste Grundlage wäre ein schwundstufiges Nomen *σταλ(ο)- anzusetzen
Page 2,776