Δαρεῖος
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
ὁ, Darius (OPers.
A Dārayavauš 'upholder of the Good'), name of several kings of Persia; acc. to Hdt.6.98, = Gr. ἐρξίης (q.v.):—also Δαρειαὶος, X.HG2.1.8 and 9, Ctes.Fr.29.49: Δαρῐάν A.Pers.651 (lyr.): Δαριήκης Str.16.4.27. II a throw of the dice, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
Δαρεῖος: ὁ, ὄνομα διαφόρων βασιλέων τῆς Περσίας· κατὰ τὸν Ἡρόδ. = τῷ ἑλλ. ἑρξείης (ὅ ἴδε). Εἶναι ἀναμφιβόλως ἑλλην. τύπος τῆς Περσικῆς λέξεως dar â, βασιλεύς, ἴδε Bähr Ἡρόδ. 6. 98, Ritter Erdkunde, 8. σ. 77. Ὑπάρχουσι καὶ ἄλλοι τύποι Δαρειαῖος ἤ Δαριαῖος Ξεν. Ἑλλ. 2. 18, 19, Κτησ. Περσ. 49, κἑξ. · Δαρῐὰν Αἰσχύλ. Πέρσ. 554, 650· Δαριήκης Στράβων 785.