μελαμβαφής
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ές, A dark-dyed, Poll.7.129; cf. foreg.
German (Pape)
[Seite 118] ές, schwarzgefärbt, Suid., auch v.l. für das Vorige, bei Aesch.
Greek Monolingual
μελαμβαφής, -ές (ΑM)
βαμμένος μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + βαφής (< βάπτω), πρβλ. αιμοβαφής, ερυθροβαφής].
Russian (Dvoretsky)
μελαμβᾰφής: окрашенный в черное (Aesch. - v.l. к μελαμβαθής).