σταλίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ, = στάλιξ (stake to which nets are fastened), Hsch. ; f.l. for σχαλίς in X. Cyn. 2.8.
German (Pape)
[Seite 929] ίδος, ἡ, dor. στάλιξ, alles Aufgestellte, Aufgerichtete, bes. Stellholz, Stange, v.l. bei Xen. Cyn. 2, 8. 6, 7. Bei Leon. Al. 20 (VI, 325) scheinen es Jagdnetze zu sein. Vgl. noch Opp. Cyn. 1, 150. 157; ὑπὸ σταλίκεσσιν ἄκανθαι, Hal. 4, 606, von dornigen Flossen. ίδος, ἡ, dor. statt στηλίς.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰλίς: -ίδος, ἡ, = στάλιξ. «κάμαξ ἢ χάραξ» Ἡσύχ., διάφ. γραφ. παρὰ Ξεν. ἐν Κυν. 2. 8., 6. 7, ἀντὶ σχαλίς.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «κάμαξ ἤ χάραξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του στάλ-ιξ με επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. κλῃ-ίς / κλείς)].