τριοπίς
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
A v. τριοττίς. II = ὄρνεόν τι, Phot. (s.v.l.); ζῷον ὅμοιον ἀκρίδι, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
τριοπίς: ἴδε τριοττίς.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τριόφθαλμος
εἶναι ζῷον ὅμοιον ἀκρίδι
καὶ περιτραχήλιον τρεῖς ἔχον ὀφθαλμοὺς ὑαλοῦς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τριοττίς κατ' επίδραση του θ. οπ- του ὄπωπα, αν δεν πρόκειται για εσφ. τ.].
German (Pape)
ἡ,
1 fem. von τριόπης, dreiäugig, von einem Geschmeide mit drei Bommeln, Poll. 5.98.
2 = τριοττίς, VLL.