ὀνομάζω

From LSJ
Revision as of 08:40, 29 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Homer down" to "Homer down")

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομάζω Medium diacritics: ὀνομάζω Low diacritics: ονομάζω Capitals: ΟΝΟΜΑΖΩ
Transliteration A: onomázō Transliteration B: onomazō Transliteration C: onomazo Beta Code: o)noma/zw

English (LSJ)

impf. A ὠνόμαζον A.Ag.682 (lyr.), etc.; Ep. ὀν- Il.1.361, al. : fut. ὀνομάσω Pl.Cra.423d : aor. ὠνόμασα Od.24.339, etc.: pf. ὠνόμακα Pl.Sph.219b :—Pass., fut. -ασθήσομαι Gal.UP6.16, al. : aor. ὠνομάσθην and pf. ὠνόμασμαι, Th.1.96, 6.96, etc.; Ep. ὀνόμασται Parm.9.1, etc.; 3pl. ὠνομάδαται D.C.37.16 :—Med., impf. ὠνομάζετο S.OT1021.—Aeol. or Dor. fut. 3sg. ὀνυμάξει (or -εῖ) Berl.Sitzb.1927.167 (Cyrene) : aor. ὀνύμαξε Pi.P.2.44; Med. fut. ὀνυμάξομαι ib.7.5 : pres. ὀνυμάζεται Metop. ap. Stob.3.1.116 : (ὄνομα) :—speak of by name, call or address by name, of persons, πατρόθεν ἐκ γενεῆς ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον Il.10.68, cf. 22.415 and ὀνομακλήδην; Πυθοδώρου... ὃν Ἀθηναῖοι οὐκ ὀνομάζουσιν X.HG2.3.1 (interpol.); τοῖς προγόνοις -αζομένοις ἀπομνημονεύεται ὁπόστος ἀφ' Ἡρακλέους ἐγένετο his descent . . is traced by naming his ancestors, Id.Ages.1.2. 2 of things, name, specify, περικλυτὰ δῶρ' ὀνόμαζον Il.18.449; but also, name or promise, opp. giving, εἰ μὲν . . μὴ δῶρα φέροι, τὰ δ' ὄπισθ' ὀνομάζοι 9.515; εἶναί τι ὀνομάζειν use the term 'being', Pl.Tht.160b, cf. 166c, 201d; dedicate, τράπεζαν τῷ δαίμονι Theopomp.Hist.121 :—Pass., λόγοισι . . ὠνόμασται βραχέσι have been expressed, S.OC294. II ὀ. τινά τι call one something, Pi.P.2.44, A.Ag.681 (lyr.), Hdt.4.6, Th.1.3, E.Hel. 1193; ὄνομα τί σε . . ὠνόμαζεν λεώς; Id.Heracl.87 (lyr.) :—rarely in Med., παῖδά μ' ὠνομάζετο called me his son, S.OT1021 :—Pass., ὄνομα δ' ὠνομάζετο Ἕλενος Id.Ph.605; τὴν αὑτῆς ἐπωνυμίαν ὀνομαζόμενον Pl.Phdr.238a; ἀντὶ γὰρ φίλων καὶ ξένων, ἃ τότ' ὠνομάζοντο D.18.46. b nominate, ὀνομασθεὶς εἰς δεκαπρωτείαν POxy.1257.1, cf. 1204.4 (iii A.D.). 2 εἶναι is freq. added pleon., τὰς ὀνομάζουσι εἶναι Ὑπερόχην καὶ . . whose names they say are Hyperoche and... Hdt.4.33; σοφιστὴν ὀνομάζουσιν τὸν ἄνδρα εἶναι Pl.Prt.311e, cf. R.428e (Pass.), X.Ap.13, etc.; cf. καλέω 11.3 b. III name or call with reference to, in accordance with, or after... τινὰ or τι ἐπί τινι Pl. R.493c :—Pass., ἐπί τινος Isoc.12.183; ἔκ τινος S.OT1036, X.Mem. 4.5.12; ὁ τῆς ἀρίστης μητρὸς ὠνομασμένος S.Tr.1105. IV utter names or words, ἐς τρὶς ὀνομάσαι Σόλων Hdt.1.86; μάλα σεμνῶς ὀνομάζων D.18.35, cf. 122,21.158 :—Pass., φύσις ἐπὶ τοῖς ὀνομάζεται ἀνθρώποισι the name φύσις is given by men to those things, Emp. 8.4, cf. Parm.9.1; παρανομίαν ἐπὶ τοῖς μὴ ἀνάγκῃ κακοῖς ὀνομασθῆναι the name of transgression is applied . ., Th.4.98; ἀπὸ τούτου τοῦτο ὀνομάζεται (sc. οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ) hence this saying is used, Hdt.6.130. V make famous, in Pass., οἱ ὠνομασμένοι persons of renown, v.l. for διωνομασμένοι in Isoc.20.19.—Cf. ὀνομαίνω.

German (Pape)

[Seite 348] fut. ὀνομάσω, dor. ὀνομάξω (s. unten ὀνυμάζω), den Namen sagen, nennen, bei Namen aufrufen; πατρόθεν ἐκ γενεῆς ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον, Il. 10, 68; ἐξονομακλήδην ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον, namentlich aufrufend, 22, 415; Δαναῶν ὀνόμαζες ἀρίστους, riefst sie mit Namen, Od. 4, 278; πολλὰ περικλυτὰ δῶρ' ὀνόμαζον, Il. 18, 449, zählten sie auf; aber 9, 515 εἰ μὲν γὰρ μὴ δῶρα φέροι, τὰ δ' ὄπισθ' ὀνομάζοι heißt »die Geschenke nennen«, im Ggstz derer, die er giebt, also zusagen, versprechen; ἐς τρὶς όνομάσαι Σόλωνα, Her. 1, 86, sonst οὐνομάζω; – einen Namen geben, benennen, λαοὶ ὀνόμασθεν, Pind. Ol. 9, 50; τίς ποτ' ὠνόμαζεν ὧδ' ἐς τὸ πᾶν ἐτητύμως τὰν δορίγαμβρον Ἑλέναν; Aesch. Ag. 667; auch σοφιστὴν ὀνομάζουσι τὸν ἄνδρα εἶναι, Plat. Prot. 311 e; vgl. Her. 4, 33. – Pass. heißen, τῶν Λαΐου δήπου τις ὠνομάζετο, Soph. O. R. 1042; ὠνομάσθης ἐκ τύχης ταύτης, ὃς εἶ, 1036; u. med., ἀντὶ τοῦ δὴ παῖδά μ' ὠνομάζετο, er nannte mich seinen Sohn, 1021; mit doppeltem accus., ὄνομα ποῖον αὐτὸν ὀνομάζει, Eur. Ion 800, vgl. Hel. 1209; ἃς ἐλπίδας ὀνομάζομεν, Plat. Phil. 40 a, öfter, bes. im Crat.; Folgde, τοῦτο ἡ ναῦς ὠνομάζετο, so hieß das Schiff, Ep. ad. 364 (IX, 684), Τηλεβόαι γάρ με τόδ' ὠνόμασαν; überh. aussprechen, Wörter, Ausdrücke gebrauchen, sich ausdrücken, οὐ γὰρ τὰ ῥήματα τὰς οἰκειότητας ἔφη βεβαιοῦν, μάλα σεμνῶς ὀνομάζων, Dem. 18, 35; βο ᾷς ῥητὰ καὶ ἄῤῥητα ὀνομάζων, 18, 122. – Auch = namhaft, berühmt machen, οἱ ὠνομασμένοι, im Ggstz von ἄδοξοι, Isocr. 20, 19 (Bekk. διωνομασμένοι); ὠνομασμένος τὸ γένος, D. Sic. 11, 78. – Vgl. όνομαστός.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομάζω: Ὁμ. Ἰλ. καὶ Ἀττ., Ἰων. οὐνομάζω Ἡρόδ. 1. 7, 72: παρατ. ὠνόμαζον Αἰσχύλ., κλ., Ἐπικ. ὀνόμαζον Ὅμηρ.: μέλλ. ὀνομάσω Πλάτ.: ἀόρ. ὠνόμασα Ὀδ. Ω. 339, Ἀττ. Ἰων. οὐν- Ἡρόδ. 1. 23· - πρκμ. ὠνόμακα Πλάτ. Σοφ. 219Β· - Παθ., μέλλ. ὀνομασθήσομαι Γαλην.: ἀόρ. ὠνομάσθην καὶ πρκμ. ὠνομασμαι Σοφ., Πλάτ., κλ.· γ΄ πληθυν. ὠνομάδαται Δίων Κ. 37. 16. - Μέσ., παρατ. ὠνομάζετο Σοφ. Ο. Τ. 1021. - Αἰολ. μέσ. μέλλ. ὀνυμάξομαι, Πινδ. Π. 7. 6: ἀόρ. ὀνύμαξε αὐτόθι 2. 84· (ὄνομα). Ὀνομάζω, καλῶ τινα κατ’ ὄνομα, προφέρω τὸ ὄνομά τινος, ὁμιλῶ περὶ τινος ὀνομαστί, ὁμιλῶ πρός τινα κατ’ ὄνομα, ἐπὶ προσώπων, πατρόθεν ἐκ γενεῆς ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον Ἰλ. Κ. 68, πρβλ. Χ. 415., καὶ ἴδε ὀνομακλήδην: Πυθοδώρου.., ὃν Ἀθηναῖοι οὐκ ὀνομάζουσιν Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 1· οὕτως, ἐς τρίς ὀνομάσαι Σόλωνα Ἡρόδ. 1. 86 (ὅστις ἀλλαχοῦ μεταχειρίζεται τὸν Ἰων. τύπον). 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁρίζω ἰδιαιτέρως, δηλῶ, λέγω, περικλυτὰ δῶρ’ ὀνόμαζον Ἰλ. Σ. 449· ἀλλὰ καὶ ὀνομάζω, ἢ ὑπισχνοῦμαι, ἀντίθετον τῷ δίδωμι, εἰ μὲν.. μὴ δῶρα φέροι, τὰ δ’ ὄπισθ’ ὀνομάζοι Ι. 511 (507), πρβλ. Seidl. εἰς Εὐρ. Ἠλ. 33· εἶναί τι ὀνομάζειν, ὀνομάζειν τι «εἶναι», Πλάτ. Θεαίτ. 160Β, πρβλ. 166C, 201D· - ὡσαύτως, ἀφιερώνω, τράπεζαν τῷ δαίμονι Θεοπόμπ. Ἱστ. παρ’ Ἀθην. 252Β. - Παθ., λόγοισι.. ὠνόμασται βραχέσι, διὰ βραχέων ἔχουσι λεχθῆ, ἐκτεθῆ, Σοφ. Ο. Κ. 294. ΙΙ. ὀν. τινὰ τι, καλεῖν τινά τι, Πινδ. Π. 2. 82, Ἡρόδ. 4. 6, 59, Εὐρ. Ἑλ. 1193, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 681. Θουκ. 1. 3· ὄνομα τί σε.. ὠνόμαζεν λεώς; Εὐρ. Ἡρακλ. 86· ἐπωνυμίαν ὀν. τινά.. Πλάτ. Φαῖδρ. 238Α· σπανίως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, παῖδά μ’ ὠνομάζετο, μὲ ἐκάλει υἱόν του, Σοφ. Ο. Τ. 1021. - Παθ., ὄνομα δ’ ὠνομάζετο Ἕλενος Σοφ. Φιλ. 605· ἀντὶ γὰρ φίλων καὶ ξένων, ἃ τότε ὠνομάζοντο Δημ. 241. 11· παρανομίαν ἐπὶ τοῖς μὴ ἀνάγκῃ κακοῖς ὀνομασθῆναι Θουκ. 4. 98. 2) συχνάκις προστίθεται τὸ εἶναι πλεοναστικῶς, τὰς οὐνομάζουσι εἶναι Ὑπερόχην καὶ.., ὧν τὰ ὀνόματα λέγουσιν ὅτι εἶναι ὑπ’ ..., Ἡρόδ. 4. 33· σοφιστὴν ὀνομάζουσιν τὸν ἄνδρα εἶναι Πλάτ. Πρωτ. 311Ε, πρβλ. Πολ. 428Ε, Ξεν. Ἀπολ. 13, κτλ.· πρβλ. καλέω ΙΙ. 3. β. III. ὀνομάζω, δίδω ὄνομα ἔκ τινος προσώπου, πράγματος ἢ γεγονότος..., τινὰ ἢ τι ἐπί τινι Ἡρόδ. 4. 98, Πλάτ. Πολ. 493C· ἐπὶ τινος Ἰσοκρ. 271C· ἔκ τινος Σοφ. Ο.Τ. 1036, Ξεν. Ἀπομνημ. 4. 5, 12. - Παθ., ὁ τῆς ἀρίστης μητρὸς ὠνομασμένος Σοφ. Τρ. 1105· ἀπὸ τούτου τοῦτο οὐνομάζεται, οὐ φροντὶς Ἱππ., ἐντεῦθεν ἐπήγασε τοῦτο τὸ ῥητόν, Ἡρόδ. 6. 129. IV. μεταχειρίζομαι ὄνομα ἢ λέξεις, μάλα σεμνῶς ὀνομάζων Δημ. 237. 11, πρβλ. 268. 13., 565, ἐν τέλ. - Παθ., φύσις ὀνομάζεται ἐπί τινι, τὸ ὄνομα φύσις εἶναι ἐν χρήσει, Ἐμπεδ. 101. V. ἐν τῷ παθ., τοῖς προγόνοις ὀνομαζομένοις ἀπομνημονεύεται, τοῖς ἐκ τῶν προγόνων γενομένοις ὀνομαστοῖς ἀπομν., Ξεν. Ἀγησ. 1, 2· οἱ ὠνομασμένοι = ὀνομαστοί, διάφ. γραφ. παρ’ Ἰσοκρ. 398D. - Πρβλ. ὀνομαίνω.

French (Bailly abrégé)

f. ὀνομάσω, ao. ὠνόμασα, pf. ὠνόμακα;
Pass. f. ὀνομασθήσομαι, ao. ὠνομάσθην, pf. ὠνόμασμαι;
I. nommer, d’où
1 appeler par son nom : ἄνδρα ἕκαστον IL chaque homme ; τὸν μὲν ἐγὼν… ὀνομάζειν αἰδέομαι OD je ne prononce son nom qu’avec respect;
2 énumérer en désignant, détailler : πολλὰ δῶρα IL beaucoup de présents;
3 exprimer en termes précis : λόγοισιν οὐνομάζειν poét. βράχεσι (τἀνθυμήματα) SOPH exprimer nettement (sa pensée) en peu de mots;
II. donner tel ou tel nom à, dénommer ; Pass. être nommé, s’appeler : ὀνομάζεσθαι ἔκ τινος XÉN être nommé ou dénommé par ou d’après ; ἀπὸ τούτου μὲν τοῦτο ὀνομάζεται HDT c’est à cause de cela qu’on dit, c’est de là que vient le proverbe;
Moy. ὀνομάζομαι désigner par un nom, dénommer.
Étymologie: ὄνομα.

English (Autenrieth)

ipf. ὀνόμαζον, aor. ὠνόμασα: call or address by name (Il. 22.415, Il. 10.68), name, mention; the phrase ἔπος τ' ἔφατ ἔκ (adv.) τ' ὀνόμαζεν (and ‘familiarly addressed’ him) is always followed either by the name of the person addressed or by some substantial equivalent for the name.

Spanish

llamar por el nombre, invocar, pronunciar

English (Strong)

from ὄνομα; to name, i.e. assign an appellation; by extension, to utter, mention, profess: call, name.

English (Thayer)

1st aorist ὠνόμασα; passive, present ὀνομάζομαι; 1st aorist ὠνομασθην; (ὄνομα); from Homer down; to name (cf. Winer's Grammar, 615 (572));
a. τό ὄνομα, to name i. e. to utter: passive τοῦ κυρίου ( Χριστοῦ), the name of the Lord (Christ) namely, as his Lord, Sept. for יְהוָה שֵׁם הִזְכִּיר, to make mention of the name of Jehovah in praise, said of his worshippers, τό ὄνομα Ἰησοῦ ἐπί τινα, ἐπί, C. I:1c., p. 234{b} middle b. τινα, with a proper or an appellative name as predicate accusative, to name, i. e. give name to, one: to be named, i. e. bear the name of, ἐκ with the genitive of the one from whom the received name is derived, Homer Iliad 10,68; Xenophon, mem. 4,5, 12).
c. τινα or τί, to utter the name of a person or thing: ὅπου ὠνομάσθη Χριστός, of the lands into which the knowledge of Christ has been carried, ὀνομάζεσθαι of things which are called by their own name because they are present or exist (as opposed to those which are unheard of), ἐπονομάζω.)

Greek Monolingual

ὀνομάζω, αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμάζω, ιων. τ. οὐνομάζω) όνομα
1. φωνάζω, καλώ κάποιον με το όνομά του
2. δίνω όνομα σε κάποιον ή σε κάτι, ονοματίζω
3. αναφέρω ονομαστικά, κατονομάζω
4. χαρακτηρίζω κάποιον (α. «τον ονόμασε κλέφτη» β. «Θαλῆς εἷς τῶν ἑπτὰ σοφῶν ὀνομαζόμενος», Διόδ.)
5. απονέμω σε κάποιον τίτλο ή αξίωμα, διορίζω («τον ονόμασαν νομάρχη»)
αρχ.
1. (για πράγματα) δηλώνω ξεχωριστά, απαριθμώ
2. υπόσχομαι, τάζω («εἰ μὲν... μὴ δῶρα φέροι, τὰ δ' ὄπισθ' ὀνομάζοι», Ομ. Ιλ.)
3. αφιερώνω
4. εκφράζομαι με λόγια
5. χρησιμοποιώ όνομα ή λέξεις, λέγω («ἐς τρὶς ὀνομάσαι "Σόλων"», Ηρόδ.)
6. παθ. ὀνομάζομαι
γίνομαι ξακουστός, περίφημος, φημίζομαι.

Greek Monotonic

ὀνομάζω: Ιων. οὐνομάζω, παρατ. ὠνόμαζον, Επικ. ὀν-· μέλ. ὀνομάσω, αόρ. αʹ ὠνόμασα, Ιων. οὐν-· παρακ. ὠνόμακα — Παθ., αόρ. αʹ ὠνομάσθην· ὠνόμασμαι· Αιολ. Μέσ. μέλ. ὀνυμάξομαι, και Ενεργ. αόρ. αʹ ὀνύμαξα (ὄνομα
I. 1. ονομάζω, μιλώ ονομαστικά για κάποιον, καλώ ή απευθύνομαι σε κάποιον με το όνομά του, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Ξεν.
2. λέγεται για πράγματα, ορίζω, κατονομάζω, συγκεκριμενοποιώ, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. ὀν. τινά τι, καλώ κάποιον μ' ένα όνομα, αποκαλώ, σε Ηρόδ., Αττ.· στη Μέσ., παῖδά μ' ὠνομάζετο, μ' αποκαλούσε γιο του, σε Σοφ. — Παθ., ὄνομα δ' ὠνομάζετο Ἕλενος, στον ίδ. κ.λπ.
2. το εἶναι συχνά προστίθεται πλεοναστικά, τὰς οὐνομάζουσι εἶναι Ὑπερόχην καί..., που τα ονόματά τους λέγεται ότι είναι..., σε Ηρόδ.· σοφιστὴν ὀνομάζουσιν τὸν ἄνδρα εἶναι, σε Πλάτ.
III. ονομάζω, δίνω όνομα εξαιτίας κάποιου πράγματος, ενός γεγονότος..., ἐπί τινι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἔκ τινος, σε Σοφ. — Παθ., ἀπὸ τούτου τοῦτο οὐνομάζεται, απ' όπου προήλθε αυτό το ρητό, σε Ηρόδ.
IV. χρησιμοποιώ ονόματα ή λέξεις, μάλα σεμνῶς ὀνομάζων, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνομάζω: ион. οὐνομάζω эол. ὀνῠμάζω (fut. ὀνομάσω - эол. ὀνῠμάξομαι, aor. ὠνόμασα - ион. οὐνόμασα, эол. ὀνύμαξα)
1) именовать, называть (σοφιστήν τινα Plat.): πατρόθεν ἐκ γενεῆς ὀ. τινά Hom. называть кого-л. по отчеству; τίς ὀνομάζεταί ποθ᾽ οὖτος; Arph. как же его зовут?;
2) звать по имени, произносить имя, призывать (Σόλωνα Her.);
3) называть, давать имя или название: ὀ. τινὰ παῖδα Soph. назвать кого-л. (своим) сыном; ὀ. τι ἐπί τινι Her., ἔκ τινος Xen. и ἐπί τινος Isocr. назвать кого-л. по чему-л.; ἀπὸ τούτου μὲν τοῦτο ὀνομάζεται Her. отсюда и пошла эта поговорка;
4) называть по имени, перечислять, предлагать (περικλυτὰ δῶρα Hom.);
5) выражать, излагать (λόγοισι οὐ βραχέσι τι Soph.);
6) прославиться, стать знаменитым (πρόγονοι ὀνομαζόμενοι Xen.; ὠνομασμένος τὸ γένος Diod.).

Middle Liddell

ὄνομα
I. to name or speak of by name, call or address by name, Il., Hdt., Xen.
2. of things, to name, specify, Il.
II. ὀν. τινά τι to call one something, Hdt., attic: in Mid., παῖδά μ' ὠνομάζετο called me his son, Soph.:—Pass., ὄνομα δ' ὠνομάζετο Ἕλενος Soph., etc.
2. εἶναι is often added pleon., τὰς οὐνομάζουσι εἶναι Ὑπερόχην καί . . whose names they say are Hyperoche and . ., Hdt.; σοφιστὴν ὀνομάζουσιν τὸν ἄνδρα εἶναι Plat.
III. to name or call after . ., ἐπί τινι Hdt., etc.; ἔκ τινος Soph.:—Pass., ἀπὸ τούτου τοῦτο οὐνομάζεται hence this saying has arisen, Hdt.
IV. to use names or words, μάλα σεμνῶς ὀνομάζων Dem.

Chinese

原文音譯:Ñnom£jw 哦挪馬索
詞類次數:動詞(10)
原文字根:名 相當於: (זָכַר‎ / מַזְכִּיר‎) (נָקַב‎) (קָרָא‎)
字義溯源:起名,稱呼,稱為,稱,得名,題說,提到;源自(ὄνομα)=名字);而 (ὄνομα)出自(γινώσκω)*=知道)。參讀 (ἐπιλέγω)同義字參讀 (ὄνομα)同源字
出現次數:總共(9);路(2);徒(1);羅(1);林前(1);弗(3);提後(1)
譯字彙編
1) 稱呼(1) 提後2:19;
2) 稱⋯為(1) 路6:13;
3) 他⋯起名(1) 路6:14;
4) 題說(1) 弗5:3;
5) 得名(1) 弗3:15;
6) 被稱呼過(1) 羅15:20;
7) 稱為(1) 林前5:11;
8) 稱的(1) 弗1:21;
9) 稱(1) 徒19:13