ἀπειλητήριος

From LSJ
Revision as of 13:48, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπειλητήριος Medium diacritics: ἀπειλητήριος Low diacritics: απειλητήριος Capitals: ΑΠΕΙΛΗΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: apeilētḗrios Transliteration B: apeilētērios Transliteration C: apeilitirios Beta Code: a)peilhth/rios

English (LSJ)

α, ον, of or for threatening, λόγοι Hdt.8.112.

Spanish (DGE)

-α, -ον amenazador λόγος Hdt.8.112.

German (Pape)

[Seite 283] drohend, λόγοι Her. 8, 112.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειλητήριος: -α, -ον, ὁ, ἀπειλητικός, «φοβεριστικός», λόγος Ἡρόδ. 8. 112.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
menaçant.
Étymologie: ἀπειλητήρ.

Greek Monolingual

ἀπειλητήριος, -α, -ον (Α)
αυτός που απειλεί, απειλητικός.

Greek Monotonic

ἀπειλητήριος: -α, -ον (ἀπειλέω), απειλητικός, αυτός που στοχεύει στο να εκφοβίσει, να φοβερίσει, λόγοι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπειλητήριος: грозящий, угрожающий (λόγοι Her.).

Middle Liddell

ἀπειλέω
of or for threatening, λόγοι Hdt.