ἐπανάγκης
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
used only in neut.:
1 ἐπάναγκές [ἐστι] it is compulsory, necessary, c. inf., And.1.1, Pl.Lg.878e, etc.; μηδὲν ἐ. ἔστω let there be no compulsion, ib.765a, cf.Smp.176e.
2 as adverb, on compulsion, ἐ. κομῶντες wearing long hair by fixed custom, Hdt.1.82; ἐ. λέγειν, ἐντίθεσθαι, Aeschin.1.24, D.34.7; ἐ. λαβεῖν Men.576; ἐ. βουλὴν ἀθροισάτω IG22.1100.50, etc.; τὰ ἐπάναγκες Act.Ap.15.28.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰνάγκης: (ἀνάγκη) ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ οὐδετέρῳ: 1) ἐπάναγκες ἐστί, εἶναι ἐπάναγκες, ἀναγκαῖον, ἀνάγκη, μετ’ ἀπαρ., Ἀνδοκ. 25. 7, Πλάτ. κλ.· ἐπ. μηδὲν ἔστω, ἂς μὴ ὑπάρχῃ καταναγκασμός τις, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 765Β, πρβλ. Συμπ. 176Ε. 2) ὡς Ἐπίρρ., κατ’ ἀνάγκην, ἀναγκαστικῶς, ἐπάναγκες κομῶντες, ἔχοντες μακρὰν κόμην κατ’ ἐπικρατῆσαν ἔθιμον, Ἡρόδ. 1. 82· ἐπ. λέγειν Αἰσχίν. 4. 18, πρβλ. Δημ. 909. 8· ἐπ. λαβεῖν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 50· ἐπ. βουλὴν ἀθροιζέτω Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 51· τύπος τις ἐπάναγκον ἀπαντᾷ αὐτόθι 3652. 19. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 52, 53.
Greek Monotonic
ἐπᾰνάγκης: (ἀνάγκη), μόνο σε ουδ.· ἐπάναγκές (ἐστι), είναι αναγκαίο, υπάρχει ανάγκη, με απαρ. κ.λπ.· ως επίρρ., κατά ανάγκη, αναγκαστικά, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἀνάγκη only in neut.]
ἐπάναγκες ἐστί it is necessary, c. inf., etc.: as adv. by compulsion, Hdt.