ἀντιπεπονθός
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English
reciprocity, requital, suffering in turn, karma; v. ἀντιπάσχω and translatum
German (Pape)
[Seite 258] (s. ἀντιπάσχω), τό, die Vergeltung, Wechselwirkung, das umgekehrte Verhältniß, Arist. Mathem.
Spanish
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπεπονθός: ἴδε ἐν λ. ἀντιπάσχω. - Ἐπίρρ. -θότως Ἀρχιμ. ἐπιπέδ. ἰσορροπ. 1. 7, καὶ οὐσιαστ. -πεπόνθησις, ἡ, Νικομ. Ἀριθμ. σ. 75.
Greek Monolingual
το (Α)
βλ. αντιπάσχω.