χέλυο
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
German (Pape)
[Seite 1348] τό, die Schildkrötenschaale, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χέλυον: τό, τὸ ὄστρακον τῆς ὑδροχελώνης, Πλίν. 12. 9, πρβλ. 6. 31.
Greek Monolingual
χέλυο, το / χέλυον, ΝΑ χέλυς, -υος, το όστρακο της χελώνας, κν. γνωστό σήμερα ως καύκαλο ή καβούκι, καθώς και με την εμπορική ονομασία ταρταρούγα.