χέλυο

From LSJ
Revision as of 18:09, 9 June 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source

German (Pape)

[Seite 1348] τό, die Schildkrötenschaale, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χέλυον: τό, τὸ ὄστρακον τῆς ὑδροχελώνης, Πλίν. 12. 9, πρβλ. 6. 31.

Greek Monolingual

χέλυο, το / χέλυον, ΝΑ χέλυς, -υος, το όστρακο της χελώνας, κν. γνωστό σήμερα ως καύκαλο ή καβούκι, καθώς και με την εμπορική ονομασία ταρταρούγα.