εὐθυτενής

From LSJ
Revision as of 10:36, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθυτενής Medium diacritics: εὐθυτενής Low diacritics: ευθυτενής Capitals: ΕΥΘΥΤΕΝΗΣ
Transliteration A: euthytenḗs Transliteration B: euthytenēs Transliteration C: efthytenis Beta Code: eu)qutenh/s

English (LSJ)

ές, (τείνω) straight, ὁδός Ph.1.456, cf. Dion.Byz.3; πλοῦς Iamb.VP3.16; εὐ. τὴν τρίχα Ael.NA4.34: Medic., τομή Antyll. ap. Orib.44.8.1. Adv. -νῶς ib.9, Ph.1.338, Gal.18(1).797.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυτενής: -ές, (τείνω) πρὸς τὸ εὐθὺ τεταμένος, εὐθύς, Αἰλ. π. Ζ. 4. 34, Φίλων 1. 456. - Ἐπίρρ. -νῶς, Γαλην. 12. 477F. - Ἐπίρρ. εὐθυτενῶς, κατ’ εὐθεῖαν, Φίλων, Ι. 338, 24.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tendu en droite ligne, direct.
Étymologie: εὐθύς, τείνω.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐθυτενής, -ές)
ο ευθύς, ο ίσιος (α. «ευθυτενές παράστημα» β. «εὐθυτενὴς πλοῦς» γ. «εὐθυτενῆ τὴν τρίχα» δ. «εὐθυτενὴς τομή»)
αρχ.-μσν.
δίκαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -τενής (< θ. τεν- πρβλ. τείνω < τέν-), πρβλ. εκτενής, σχοινοτενής].