πασσάλιον
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
τό, = πασσαλίσκος (peg, pin in musical instruments), Hsch.
German (Pape)
[Seite 532] τό, = Folgdm, Poll. 9, 120.
Greek Monolingual
τὸ, Α πάσσαλος
(κατά τον Ησύχ.) α) «πασσαλίσκος»
β) «τοῦ ζυγοῦ τῆς κιθάρας τὸ μέσον».