πευθώ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
οῦς, ἡ, tidings, A.Th.370.
German (Pape)
[Seite 606] ἡ, Kunde, Nachricht, πευθώ τιν' ἡμῖν νέαν φέρει, Aesch. Spt. 352.
Greek (Liddell-Scott)
πευθώ: -οῦς, ἡ, ἀγγελία, πευθώ τιν’ ἡμῖν… νέαν φέρει Αἰσχύλ. Θήβ. 370.
French (Bailly abrégé)
όος-οῦς (ἡ) :
information, nouvelle.
Étymologie: cf. πυνθάνομαι.
Greek Monolingual
-οῦς, ἡ, Α
αναγγελία, ανακοίνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύθομαι + επίθημα -ώ (πρβλ. φειδ-ώ: φείδομαι)].
Greek Monotonic
πευθώ: -οῦς, ὁ (πυθέσθαι), ειδήσεις, μαντάτα, νέα, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πευθώ -οῦς, ἡ [πεύθομαι] bericht.
Russian (Dvoretsky)
πευθώ: οῦς ἡ известие, весть Aesch.
Middle Liddell
πευθώ, οῦς, πυθέσθαι
tidings, news, Aesch.