ποθώ

From LSJ
Revision as of 09:10, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403

Greek Monolingual

ποθώ -έω, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ποθήω, Α
1. επιθυμώ έντονα κάτι που στερήθηκα
(α. «ποθούσα να ξαναδώ τη μάνα μου» β. «ποθείς τὸν οὐ παρόντα καὶ μάτην καλεῖς», Αριστοφ.)
2. έχω έντονη ερωτική επιθυμία («καὶ συνοῦσαν αὐτῷ ποθεῖν αὐτόν», λουκ.)
3. επιθυμώ, λαχταρώ να κάνω κάτι («τοιοῦτοι ὄντες ἐπόθουν εἰς τὴν Ἑλλάδα σῴζεσθαι»)
4. (το ουδ. παθ. μτχ.) τὸ ποθούμενω(ν)
ό,τι επιθυμεί πολύ κάποιος
αρχ.
1. (για πράγμ.) απαιτώ, έχω ανάγκη από κάτι («τί γὰρ ποθεῑ τράπεζα»; Ευρ.)
2. (το ουδ. μτχ. εν.) τὸ ποθοῦν
ο πόθος, η επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. ποθῶ και πόθος ανάγονται στην ετεροιωμένη βαθμίδα ghwodh της ΙΕ ρίζας ghwedh- «παρακαλώ, ποθώ, λαχταρώ». Την απαθή βαθμίδα της ίδιας ρίζας εμφανίζει ο αορ. θέσσασθαι (< θεθ-σασ-θαι), από το θ. του οποίου έχει προέλθει, κατά το σχήμα λόγος: λέγω, η λ. πόθος (< φόθος, με ανομοίωση τών δασέων. Για την εναλλαγή του αρκτικού -φ- και -θ- πρβλ. θείνω: φόνος, βλ. λ. θείνω). Το ρ. ποθώ αποτελεί είτε ενεστ. επιτατικού-επαναληπτικού τύπου, αντίστοιχο του τ. θέσσασθαι (πρβλ. στροφέω: στρέφω) είτε μετονοματικό παρ. της λ. πόθος (πρβλ. και το σύστημα φοβέω: φόβος: φέβομαι)].