ἀπόκλεισμα
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ατος, τό, guard-house, LXX Je.36(29).26.
German (Pape)
[Seite 307] τό, der Verschluß, Verhaft, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκλεισμα: τό, φυλακεῖον, Ἑβδ.· οὕτω καὶ ἀποκλεισμός, οῦ, ὁ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 7, 20. Ἀκύλας,Ψαλμ. ρμα΄, 8.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
cepo δώσεις αὐτὸν εἰς τὸ ἀπόκλεισμα LXX Ie.36.26, cf. Hsch.
Greek Monolingual
ἀπόκλεισμα, το (AM)
το χαράκωμα
μσν.
η πολιορκία.