Σκιράς
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
άδος, ἡ, old name of Salamis, Str.9.1.9. II title of Athena in Salamis, Hdt.8.94; in Phalerum, Str. l.c., Paus.1.1.4, 1.36.4; at Σκῖρον or Σκίρον, Poll.9.96.
German (Pape)
[Seite 899] άδος, ἡ, Beiname der Athene. S. nom. propr.
Greek (Liddell-Scott)
Σκῐράς: -άδος, ἡ, ὄνομα τῆς Ἀθηνᾶς (ἴδε σκίρον), Στράβ. 393, Παυσ. 1. 1, 4., 1. 36, 4.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
1. η νήσος Σαλαμίνα
2. προσωνυμία της Αθηνάς στη Σαλαμίνα και στο Φάληρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < σκίρον / Σκίρα + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. Παλλάς)].
Greek Monotonic
Σκῐράς: -άδος, ἡ, προσωνύμιο της θεάς Αθηνάς (βλ. σκίρον), σε Στράβ.