πτέρνα

From LSJ
Revision as of 16:45, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτέρνα Medium diacritics: πτέρνα Low diacritics: πτέρνα Capitals: ΠΤΕΡΝΑ
Transliteration A: ptérna Transliteration B: pterna Transliteration C: pterna Beta Code: pte/rna

English (LSJ)

later for πτέρνη.

German (Pape)

[Seite 808] od. πτέρνη, ἡ, die Ferse; Il. 22, 397 (nach Arist. H. A. 1, 15 τὸ ὄπισθεν μέρος τοῦ ποδός); πτέρναι τενόντων θ' ὑπογραφαί, Aesch. Ch. 207. – Auch der Theil des Fußes oberhalb der Knöchel, wo das Bein am dünnsten ist, bei den Thieren die Hessen; – Schuhsohle, Phryn. in B. A. 39 v. ἐπικαττύειν; Fuß überh., Onest. 4 (IX, 225); komisch sprichwörtlich εἴπερ τὸν ἐγκέφαλον καὶ μὴ καταπεπατημένον ἐν ταῖς πτέρναις φορεῖτε, Dem. 7, 45. – Übertr., der hintere Theil, τῆς μηχανῆς, Pol. 8, 8, 2; der untere Theil, Fuß eines Körpers, πτέρνη πόλεως, Lycophr. 442, = βάσις. Nach Ath. IX, 474 f τοῦ ἱστοῦ τὸ κατωτάτω. – Nach Suid. auch = δόλος, ἐπιβουλή (s. das Folgde).

Greek (Liddell-Scott)

πτέρνα: Ἰων. πτέρνη, ἡ, ἡ «φτέρνα», Ἰλ. Χ. 397, πρβλ. Ἱππ. 1153G, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 6· τὸ κάτωθεν μέρος τῆς πτέρνης, Αἰσχύλ. Χο. 209· ― παροιμ., εἴπερ τὸν ἐγκέφαλον ἐν ταῖς πτέρναις φορεῖτε Δημ. 88. 2. 2) ἡ πτέρνα ὑποδήματος, Α. Β. 39. 3)πάτημα, Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. Α´, 7.) ΙΙ. τὸ κατώτατον μέρος παντὸς πράγματος, πύργων Λυκόφρ. 442· τῆς μηχανῆς Πολύβ. 8. 8, 2. ΙΙΙ. κωλῆ ἢ χοιρομήριον, Βατραχομυομ. 37· πρβλ. Πτερνογλύφος, κτλ. (Πρβλ. Σανσκρ. pârshnis, Σλαυ. plesna (planta pedis), Γοτθ. faîrzna (ferse) Κούρτ. σ. 454).

French (Bailly abrégé)

1ης (ἡ) :
1 talon;
2 p. anal. partie inférieure d’une chose, d’une machine, d’un mât.
Étymologie: DELG cf. lat. perna « jambon », got. fairzna « talon ».
2ης (ἡ) :
c. πέρνα.
Étymologie: cf. πόλιςπτόλις.

English (Strong)

of uncertain derivation; the heel (figuratively): heel.

English (Thayer)

πτέρνης, ἡ, the heel (of the foot): ἐπαίρειν τήν πτέρναν ἐπί τινα, to lift up the heel against one, i. e. dropping the figure (which is borrowed either from kicking, or from a wrestler tripping up his antagonist), to injure one by trickery, Homer down; the Sept. for עָקֵב.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και πτέρνη Α
βλ. φτέρνα.

Greek Monotonic

πτέρνα: Ιων. πτέρνη, ἡ, φτέρνα, σε Ομήρ. Ιλ.· το κάτω μέρος της φτέρνας, σε Αισχύλ.
II. χοιρομέρι, σε Βατραχομ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτέρνα, ἡ zie πτέρνη.

Russian (Dvoretsky)

πτέρνα: эп.-ион. πτέρνη
1) пята, пятка Hom., Aesch., Dem., Arst.;
2) основание, низ (τῆς μηχανῆς Polyb.);
3) окорок, ветчина Batr.

Middle Liddell

πτέρνα, ιονιξ πτέρνη, ἡ,
I. the heel, Il.: the under part of the heel, Aesch.
II. a ham, Batr.

Chinese

原文音譯:ptšrna 普帖而那
詞類次數:名詞(1)
原文字根:足跟
字義溯源:足跟^,踵,腳跟
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 腳跟(1) 約13:18