ποιμαίνω

From LSJ
Revision as of 13:05, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιμαίνω Medium diacritics: ποιμαίνω Low diacritics: ποιμαίνω Capitals: ΠΟΙΜΑΙΝΩ
Transliteration A: poimaínō Transliteration B: poimainō Transliteration C: poimaino Beta Code: poimai/nw

English (LSJ)

Ep. impf. A ποιμαίνεσκεν Od.9.188: (ποιμήν):—herd, tend, μῆλα Od. l.c.; ἄρνας Hes.Th.23; ποίμνας E.Cyc.26, A.R.2.1004; πρόβατα v.l. in Pl.R.345c; ποιμαίνειν ἐπ' ὄεσσι to be shepherd over sheep, Il.6.25, 11.106: abs., act as shepherd, tend flocks, Lys.20.11, Pl.Tht.174d, Theoc.11.65; ἐν τοῖς ἄλσεσιν μὴ π. SIG986.3 (Chios, v/iv B.C.):—Pass., to be herded, roam the pastures, of flocks, Il.11.245, E.Alc.579 (lyr.): metaph., ἀτρεκέων ποιμαίνεται ἔθνος ὀνείρων Mosch. 2.5 (unless Med., with ὕπνος (l. 3) as subject). 2 πᾶς πεποίμανται τόπος every country has been traversed (as by a shepherd or flocks of sheep), A.Eu.249. II metaph., tend, cherish, ζωᾶς ἄωτον Pi.I.5(4).12; ἱκέτην A.Eu.91; τὸ σῶμα Pl.Ly.209a; θεσμόν AP 12.99. 2 guide, govern, στρατόν E.Fr.744; μάλα καὶ κατόπιν ἡμᾶς ἐποίμαινον αὖραι Luc.Am.6. 3 soothe, beguile, ἔρωτα π. Theoc.11.80; ὀνομάτων κομψεύμασι τοὺς ἀμαθεῖς π. Luc.Am.54: hence, generally, deceive, E.Hipp.153(lyr., cod. M and Sch. for πημαίνει). 4 εἴδωλα ἃ ποιμαίνουσιν images which they send flocking, i.e. represent as flocking, Plu.2.420b.

German (Pape)

[Seite 651] (ποιμάνατε) Petr. 5, 31, weiden, hüten, auf die Weide treiben, vom Hirten; μῆλα, Od. 9, 188; ἄρνας, Hes. Th. 23; ποίμνας, Ap. Rh. 2, 1004; Eur. Cycl. 26, wie in Prosa, τὰ πρόβατα, Plat. Rep. I, 345 c, u. Sp.; auch absolut, Hirt sein, ποιμαίνειν ἐπ' ὄεσσιν, Il. 6, 25. 11, 106; Lys. 20, 11; καὶ βο υκολεῖν, Plat. Legg. VII, 805 e. – Das pass. von den Heerden, weiden, Il. 11, 245, Eur. Alc. 581, wie auch in Prosa, z. B. Dem. 47, 52. – Uebh. nähren, hegen, pflegen; ἱκέτην, Aesch. Eum. 91; ζωᾶς ἄωτον, Pind. I. 4, 12; mit θεραπεύειν verbunden, Plat. Lys. 209 a; auch von Leidenschaften, wie ἄρσενα θεσμόν, Ep. ad. 9 (XII, 99); aber ἔρωτα Theocr. 11, 80 ist = fallere amorem, sich durch allerlei Zeitvertreib über den Schmerz der Liebe hinwegtäuschen. – Umherschweifen, umherirren, πᾶς πεποίμανται τόπος, jede Gegend ist durchschweift worden, Aesch. Eum. 240; u. med., εὖτε καὶ ἀτρεκέων ποιμαίνεται ἔθνος ὀνείρων Mosch. 2, 5, u. einzeln bei a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ποιμαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ· (ποιμήν)· ― ὡς καὶ νῦν, βόσκω, καὶ περιποιοῦμαι, ὡς οἱ ποιμένες τὰ ποίμνια αὐτῶν, μῆλα Ὀδ. Ι. 188· ἄρνας Ἡσ. Θ. 23· ποίμνας Εὐρ. Κύκλ. 26· πρόβατα Πλάτ. Πολ. 345C· ― ὡσαύτως ποιμαίνω ἐπ’ ὄεσσι, εἶμαι ποιμὴν προβάτων, Ἰλ. Ζ. 25, Λ. 106· καὶ ἀπολ., βόσκω, περιποιοῦμαι ποίμνια, Λυσί. 159. 2, Πλάτ. Θεαίτ. 174D, Θεόκρ. 11. 65· ― Παθ., ὡς τὸ νέμομαι, βόσκομαι, πλανῶμαι ἀνὰ τὰς βοσκάς, ἐπὶ ποιμνίων, Ἰλ. Λ. 245, Εὐρ. Ἄλκ. 579· μεταφορ., ἐπὶ ὀνείρων, Μόσχ. 2. 5 (ἔνθα ἄλλοι λαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς μέσ. μετὰ ὑποκειμένου τοῦ ὕπνος). 2) ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 249, πᾶς πεποίμανται τόπος, πᾶσα χώρα ἀνηρευνήθη (ὡς ὑπὸ ποιμένος ζητοῦντος τὸ ἀπολωλὸς αὐτοῦ πρόβατον). ΙΙ. μεταφορ., περιποιοῦμαι, ἐπιμέλομαι, ὡς τὸ θεραπεύω, ζωᾶς λωτὸν Πινδ. Ι. 5 (4). 14, πρβλ. Dissen εἰς Ν. 8. 6· ἱκέτην Αἰσχύλ. Εὐμ. 91· τὸ σῶμα Πλάτ. Λῦσις 209Α· θεσμὸν Ἀνθ. Π. 12. 99. 2) ὁδηγῶ, διοικῶ, στρατὸν Εὐρ. Ἀποσπ. 744· ἡμᾶς ἐποίμαινον αὖραι (διάφ. γραφ. ἐκύμαινον) Λουκ. Ἔρωτ. 6. ― πρβλ. ποιμήν. 3) ὡς τὸ βουκολεῖν, πραΰνω, ἐξαπατῶ, Λατ. pascere, lactare, fallere, ἔρωτα π. Θεόκρ. 11. 80· ὀνομάτων κομψεύμασι τοὺς ἀμαθεῖς π. Λουκ. Ἔρωτ. 51· ἐντεῦθεν καθόλου, πλανῶ, ἀπατῶ, Εὐρ. Ἱππ. 153 (οὕτως ὁ Σχολ. ἀντὶ τοῦ πημαίνει).

French (Bailly abrégé)

f. ποιμανῶ;
1 faire paître, mener paître, acc. ; Pass. être conduit au pâturage, paître ; avec le n. de lieu pour suj. être choisi ou parcouru comme lieu de pâturage ; fig. χθονὸς πᾶς πεποίμανται τόπος ESCHL j’ai parcouru toutes les régions de la terre ; fig. nourrir, élever, soigner;
2 abs. être pâtre, berger.
Étymologie: ποιμήν.

English (Autenrieth)

ipf. iter. ποιμαίνεσκε, mid. ipf. ποιμαίνοντο: act., tend as a shepherd, Il. 6.25, Od. 9.188; mid. or pass., be tended, pasture, feed.

English (Slater)

ποιμαίνω
   1 tend met., cherish τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει (O. 11.9) δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον, εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ (sic distinxit Hartung, post ὄλβῳ edd. plerique) (I. 5.12)

English (Strong)

from ποιμήν; to tend as a shepherd of (figuratively, superviser): feed (cattle), rule.

English (Thayer)

future ποιμανῶ; 1st aorist imperative 2nd person plural ποιμάνατε (ποιμήν, which see); from Homer down; the Sept. for רָעָה; to feed, to tend a flock, keep sheep;
a. properly: ποίμνην, α. to rule, govern: of rulers, τινα, Winer's Grammar, 17)) (see ποιμήν, b. at the end); of the overseers (pastors) of the church, β. to furnish pasturage or food; to nourish: ἑαυτόν, to cherish one's body, to serve the body, R. V. shall be their shepherd), βόσκω, at the end.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. (για ποιμένα) οδηγώ ποίμνια στη βοσκή, βόσκω κοπάδια
2. (για τον θεό ή για πνευματικούς ηγέτες και θρησκευτικούς αρχηγούς) καθοδηγώ, χειραγωγώ («ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ», ΚΔ)
3. μτφ. κατευθύνω, διευθύνω, διοικώ («χρὴ δὲ τὸν στρατηλάτην ὁμῶς δίκαιον ὄντα ποιμαίνειν στρατόν», Ευρ.)
αρχ.
1. είμαι ποιμένας, βοσκός, φυλάω ή περιποιούμαι πρόβατα
2. (μέσ. ή παθ.) ποιμαίνομαι
(για ποίμνια) βόσκομαι, νέμομαι
3. μτφ. α) φροντίζω, περιθάλπω
β) καταπραΰνω
γ) εξαπατώ, ξεγελώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποι-μάν- < ποι-μήν. Στο ρ. ποιμαίνω το επίθημα -μην του ποιμήν εμφανίζεται στη συνεσταλμένη του βαθμίδα -μαν-].

Greek Monotonic

ποιμαίνω: μέλ. -ᾰνῶ (ποιμήν
I. 1. είμαι ποιμένας, τσοπάνης, ἐπ'ὄεσσι, είμαι ποιμένας προβάτων, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., φροντίζω κοπάδι, σε Ομήρ. δ., Ευρ. κ.λπ.· απόλ., σε Θεόκρ. — Παθ., όπως νέμομαι, περιφέρομαι στον βοσκότοπο, λέγεται για τα κοπάδια, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
2. σε Αισχύλ., πᾶς πεποίμανται τόπος, κάθε σημείο ερευνήθηκε (όπως από τον ποιμένα που ψάχνει το απολωλός πρόβατο).
II. 1. μεταφ., φροντίζω, περιποιούμαι, προσέχω, σε Πίνδ., Αισχύλ.
2. όπως το βουκολέω, εξαπατώ, σε Θεόκρ.· γενικά, απατώ, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποιμαίνω [ποιμήν] iter. imperf. ποιμαίνεσκεν; aor. ἐποίμανα; fut. ποιμανῶ hoeden, weiden:; τὰ μῆλα οἶος ποιμαίνεσκεν hij hoedde de schapen in zijn eentje Od. 9.188; abs. herder zijn:; ποιμαίνων ἐπ ’ ὄεσσι terwijl hij aan het hoeden was bij zijn schapen Il. 6.25; pass.. χθονὸς γὰρ πᾶς πεποίμανται τόπος elke plaats op aarde is (door ons) afgegraasd Aeschl. Eum. 249. overdr. onder zijn hoede nemen, verzorgen:; τόνδε ποιμαίνων ἐμὸν ἱκετήν deze smekeling van mij behoedend Aeschl. Eum. 91; leiden:. οὕτω τοι Πολύφαμος ἐποίμαινεν τὸν ἔρωτα zo probeerde Polyphemus zijn liefde in goede banen te leiden Theocr. Id. 11.80; κατόπιν ἡμᾶς ἐποίμαινον αὖραι gunstige wind in de rug leidde ons [Luc.] 49.6; πόσιν... ποιμαίνει τις... κρυπτᾷ κοίτᾳ; neemt een vrouw uw man in geheime liefde onder haar hoede? Eur. Hipp. 153.

Russian (Dvoretsky)

ποιμαίνω: (fut. ποιμανῶ; NT impf. iter. ποιμάνεσκον)
1) пасти (μῆλα Hom.; ποίμνας Eur.; τὰ πρόβατα NT);
2) быть пастухом (ὁ ἐν ἀγρῷ ἐποίμαινεν Lys.): π. ἐπ᾽ ὄεσσι Hom. быть овчаром;
3) бродить: χθονὸς πᾶς πεποίμανται τόπος Aesch. каждое место страны обойдено (мною);
4) окружать заботой, беречь, лелеять (ἱκέτην Aesch.; ζωᾶς ἄωτον Pind.; τὸ σῶμα Plat.);
5) умерять, успокаивать (ἔρωτα Theocr.);
6) обманывать (τινὰ ὀνομάτων κομψεύμασι Luc.).

Middle Liddell

ποιμαίνω, ποιμήν
I. to be shepherd, ἐπ' ὄεσσι over the sheep, Il.: c. acc. to tend a flock, Od., Eur., etc.; absol., Theocr.:—Pass., like νέμομαι, to roam the pastures, of flocks, Il., Eur.
2. in Aesch., πᾶς πεποίμανται τόπος every place has been traversed (as by a shepherd seeking after stray sheep).
II. metaph. to tend, cherish, mind, Pind., Aesch.
2. like βουκολέω, to beguile, Theocr.: generally, to deceive, Eur.

Chinese

原文音譯:poima⋯nw 拍買挪
詞類次數:動詞(11)
原文字根:牧人 相當於: (רָעָה‎)
字義溯源:住在牧人帳棚中,牧羊,牧養,管轄,治理,照顧,料理,餵養;源自(ποιμήν)*=牧人)。參讀 (βόσκω)同義字
出現次數:總共(11);太(1);路(1);約(1);徒(1);林前(1);彼前(1);猶(1);啓(4)
譯字彙編
1) 牧養(4) 徒20:28; 林前9:7; 啓12:5; 啓19:15;
2) 必牧養(1) 啓7:17;
3) 他要⋯治理(1) 啓2:27;
4) 餵養(1) 猶1:12;
5) 務要牧養(1) 彼前5:2;
6) 你牧養(1) 約21:16;
7) 要牧養(1) 太2:6;
8) 牧羊(1) 路17:7