λοιπόν
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (Strong)
neuter singular of the same as λοιποί; something remaining (adverbially): besides, finally, furthermore, (from) henceforth, moreover, now, + it remaineth, then.
Greek Monolingual
(AM λοιπόν, Μ και λοιπός)
(άναρθρο και έναρθρο) (ως σύνδεσμος συμπερασματικός, συλλογιστικός και μεταβατικός) άρα, συνεπώς, ώστε, επομένως (α. «αφού λοιπόν δεν έρχεσαι, θα πάω μόνος μου» β. «ἐκ τούτου λοιπὸν τοῦ χαλεποῦ νοσήματος, ἔμεινε... κλινήρης», Μηναί.)
νεοελλ.-μσν.
(ως επιφώνημα ενισχυτικό ή προκλητικό της προσοχής) στο προκείμενο («λοιπόν, πώς τά βλέπεις τα πράγματα;»)
μσν.
(ως συμπερασματικός σύνδεσμος) γι' αυτό, κι έτσι
μσν.-αρχ.
(ως επίρρ.)
1. στο εξής, έπειτα («ὁ καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπόν ἐστι, ἵνα... ὦσι», ΚΔ)
2. ως εκ τούτου, τότε («λοιπὸν ἀνάγκη συγχωρεῖν τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ὑποθέσεις εἶναι ψευδεῖς», Πολ.)
3. επιτέλους, τελοσπάντων («λοιπόν, ἀδελφοί, χαίρετε, καταρτίζεσθε», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. λοιπόν του επιθ. λοιπός (πρβλ. επιρρμ. χρήση του επιθ. πιθανόν)].
Russian (Dvoretsky)
λοιπόν:
I τό оставшаяся или остающаяся часть, остальное, остаток (τὸ λ. τῆς ἡμέρας Xen.): καὶ τὰ λοιπά (в сокращ. κτλ.) Plut. и прочее; τὸ λ. ἤδη ἡμῖν ἐστιν σκέψασθαι Plat. нам остается еще рассмотреть.
II (τό) (тж. τὰ λοιπά) adv.
1) наконец, кроме того, к тому же Plat.;
2) в будущем, впредь, отныне Pind., Plat.;
3) все еще NT;
4) впрочем NT;
5) вслед за этим, затем NT;
6) в конце концов NT.
English (Woodhouse)
(see also: λοιπός) for the rest