καταρροή

Revision as of 11:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

English (LSJ)

ἡ, A flowing down, defluxion, Aesop.145 Chambry.

Greek (Liddell-Scott)

καταρροή: ἡ πρὸς τὰ κάτω ῥοή, ῥεῦσις, κατ. ποταμοῦ ὀξυτάτη Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 4, Αἰσώπ. Μῦθ. 342.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
cours d'un fleuve.
Étymologie: καταρρέω.

Greek Monolingual

η (Α καταρροή) καταρρέω
νεοελλ.
η φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης, συνάχι
αρχ.
η προς τα κάτω ροή.

Russian (Dvoretsky)

καταρροή:
1) истечение, стекание Arst.;
2) течение, поток Aesop.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταρροή -ῆς, ἡ [καταρρέω] geneesk. uitscheiding.